Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Η Π.Δ. ανοίγει με ένα γεγονός βίας, μία αδελφοκτονία -ο Κάιν σκοτώνει τον Άβελ- και η Κ.Δ. κλείνει επίσης με ένα γεγονός βίας· τη σταύρωση του Χριστού[1].
Η συζήτηση για τη θέση της βίας και πολύ περισσότερο τη χρήση της εντός των δύο διαθηκών έχει απασχολήσει τους ειδικούς εδώ και πολλά χρόνια. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν εκφράζουν διαφορετικές θέσεις και εκτιμήσεις και αποκαλύπτουν τη δυσκολία που πάντα εισηγείται στον χώρο των επιστημών η ερμηνεία[2].
Για παράδειγμα και αρχίζοντας από την Π.Δ. πρέπει να σταθούμε στην άποψη του Hoerst Dietrich Preuss, ο οποίος σημειώνει, ότι «η πολυαναφερόμενη σφυρηλάτηση των σπαθιών σε αλέτρια (Ησ. 2,4. Μιχ. 4,3) δεν είναι ούτε η μοναδική ούτε η τελευταία λέξη της Π.Δ. στο θέμα πόλεμος και βία»[3]. Και τούτο διότι υπάρχουν άλλες εσωτερικές μαρτυρίες, όπως αυτή του Ιωήλ 4,9εξ, οι οποίες δείχνουν μέσα από τις αντιθετικές τους διατυπώσεις το πολύπλευρο και πολυδιάστατο χαρακτήρα του θέματος. «Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί», σημειώνει και πάλι ο Preuss, «ότι ο Ισραήλ αφαιρεί τη μάσκα της βίας, την εξετάζει ταυτόχρονα ως την κεντρική ανθρώπινη αμαρτία και στη συνέχεια βοηθά για να αποδομηθεί»[4]. Τούτο, όμως, δεν δικαιώνεται από τους τελευταίους προφήτες της Π.Δ., οι οποίοι σαφώς και δεν «βλέπουν την τελική κοινωνία του Θεού ως μια κοινωνία χωρίς βία»[5]. Για τον σύγχρονο αναγνώστη της βιβλικής ιστορίας, ο σφαγιασμός, ενδεικτικά, των προφητών του Βάαλ της Φοινίκης στη μάχη με την προφήτη Ηλία -και μιλούμε για μια εντελώς πρώιμη περίοδο-, είναι γεγονός «απάνθρωπο»[6]. Την περίοδο όμως εκείνη, όπως σημειώνει ο Klaus Koch, «ήταν αυτόχρημα απαραίτητο. Όποιος υπόκειται την κρίση του Θεού είναι έρμαιο του θανάτου. Εάν ο Ηλίας δεν είχε αναδειχθεί νικητής, θα είχε αφαιρεθεί η δική του ζωή»[7]. Γεγονός που, όπως υποστηρίζει ο N. Lohfink, κάνει την εικόνα που μπορούμε να έχουμε για τη βία και τη μη βία στην Π.Δ. «αμφιλεγόμενη»[8].
Στο χώρο της Κ.Δ. τα πράγματα είναι περισσότερο σαφή, χωρίς να λείπουν βέβαια και εδώ οι διαφορετικές εκτιμήσεις και ερμηνείες. Κατά κανόνα η Νέα Διαθήκη αποτελεί τη γη εντός της οποίας καταργείται κάθε βία και αναδεικνύεται στον αντίποδα αυτής η σημασία του καινούργιου κόσμου της καταλλαγής, της θυσίας και της αγάπης. Εντούτοις, η ερμηνεία της μάχαιρας, του φραγγελίου, αλλά και της ίδιας της βίας, αναδεικνύουν το αναπότρεπτο του αγώνα για περαιτέρω κατανόηση.
Ενδεικτικά, την αποδοχή της βίας συναντούμε τόσο στον Ματθαίο, όσο και στον Λουκά. «Απὸ δε των ημερών Ιωάννου του βαπτιστού», σημειώνει ο πρώτος, «έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»[9]. Και ο δεύτερος, «Ο νόμος και οι προφήται μέχρι Ιωάννου· από τότε η βασιλεία του θεού ευαγγελίζεται και πας εις αυτήν βιάζεται»[10]. Οι ίδιοι, όμως, είναι εκείνοι οι οποίοι ταυτόχρονα με την αποδοχή οδηγούνται και στην απόλυτη άρνηση της βίας. «Εγώ δε λέγω υμίν», σημειώνει ο Ματθαίος, «μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίζει εις την δεξιάν σου σιαγίονα, στρέψον αυτώ την άλλην»[11]. Ομοίως και ο Λουκάς, «τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην, και από του αίροντος σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης»[12]. Οφείλω να σημειώσω, βέβαια, εδώ, πως η βία την οποία αποδέχεται στην προκειμένη περίπτωση το βιβλικό κείμενο σχετίζεται είτε με τις αντίθεες δυνάμεις που παλεύουν προκειμένου να μην επικρατήσει η Βασιλεία του Θεού, είτε με τον πολύτροπο αγώνα, τη μάχη που κάποιοι δίνουν προκειμένου να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού[13]. Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια έκρηξη επιθυμίας, η οποία φαίνεται να ταυτίζει τη βία με τον πόθο.
Όσον αφορά τον πόλεμο, το φόνο και τη μάχαιρα, η θέση της Κ.Δ. είναι σαφής. Η οποιαδήποτε αποδοχή, στήριξη και δικαιολόγηση τους βρίσκονται απέναντι στο νόμο της αγάπης που φτάνει μέχρι και τους εχθρούς, τους μισούντες και τους διώκοντες[14]. Είναι ξεκάθαρη η προτροπή του Ιησού προς τον άγνωστο άνδρα, ο οποίος θέλησε να τον υπερασπιστεί κατά τη σύλληψή του στον κήπο της Γεθσημανή: «απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής· πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρη απολούνται»[15]. Και είναι σαφές, πως τούτη η στάση του Ιησού δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τα όσα είπε για την ειρήνη και την μάχαιρα, για τον διχασμό των ανθρώπων, αλλά και για τη δική του αγάπη, η οποία επηρεάζει και τις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, τις σχέσεις με τους οικείους[16]. Πολύ περισσότερο δεν εκφράζει ουδεμία αντίφαση και σύγκρουση, καθώς οι συγκεκριμένες ρήσεις συνδέονται πλήρως με την ανακοίνωση του γεγονότος της ανατροπής δεδομένων και σταθερών του παλιού κόσμου. Μια ανατροπή-αποχώρηση, που κινείται παράλληλα με την είσοδο στον καινούργιο κόσμο, που εισάγει η μωρία και το σκάνδαλο του σταυρού, ο οποίος βρίσκεται στο μέσον της Βασιλείας του Θεού.
Όσον αφορά τον φόνο, η σκέψη της Κ.Δ. προχωρά πέρα από την πρόταση της Π.Δ.. Στο δικό της πλαίσιο δεν αρκεί η εντολή «μη φονεύσεις». Το μείζον είναι η αναζήτηση και γιατρειά του οντολογικού πυρήνα της πράξης του φόνου. Γι’ αυτό και αναδεικνύεται το θέμα της οργής, η οποία θεωρείται ως η μήτρα που γεννάει τον φόνο. «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου φονεύσεις· ος δ’ αν φονεύση ένοχος έσται τη κρίσει. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει»[17].
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ερμηνεία της πράξης της εκδίωξης των εμπόρων από τον ναό. Ο χαρακτήρας της, καθώς σημειώνεται στις περισσότερες των ερμηνευτικών περιπτώσεων, είναι συμβολικός και ως εκ τούτου δεν δικαιώνει πράξεις βίας[18].
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, ο Χαράλαμπος Ατματζίδης, σημειώνει: «Ο Ιησούς με την […] στάση του δείχνει ν’ ακολουθεί την αριστοτελική αρχή της μεσότητας […] Τα λόγια αυτά είναι ένδειξη της αποστασιοποίησης του Ιησού από επαναστάτες συμπατριώτες του, όπως ήταν οι ζηλωτές και οι σικάριοι». Τελικός του στόχος, η διά της σχετικοποιήσεως επέκταση και εξάπαντος όχι η κατάργηση του νόμου, με την «εναρμόνιση της συμπεριφοράς του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού»[19]. Ένα θέλημα, που αποκαλύπτει η παρούσα αλλά και ερχόμενη Βασιλεία του Θεού. Ένα θέλημα το οποίο αποκαλύπτει την παρούσα αλλά και ερχόμενη Βασιλεία του Θεού, εντός της οποίας «ανοίγεται ένα παράθυρο ελπίδας για την ανασύνταξη του λαού του Θεού»[20].
Στην ίδια ακριβώς γραμμή με την Κ.Δ. στέκεται και η πατερική θεολογία. Η βία, η πολύτροπη βία, η οποία κάποτε εμφανίζεται ως «πεπαρρησιασμένη», ως «έννομος αμαρτία-αδικία» και «ευπρόσωπος πλεονεξία»[21], αποτελεί αμαρτία, μια παρά φύση κίνηση που νοθεύει την ύπαρξη και την οδηγεί στο μηδενισμό της[22]. Πρόκειται για πράξη η οποία συγκρούεται ευθέως με το μυστήριο της αγάπης, με την οποία ο Θεός προίκισε την ανθρώπινη φύση. Γράφει σχετικά ο Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ου φονεύσεις φησί. Ποία τούτο ανάγκη, ποία βία; Βία μεν ουν εστι το φονεύειν. Τις γαρ αν ημών έλοιτο βαπτίσαι ξίφος εις τον λαιμόν του πλησίον και αιμάξαι την δεξιάν; Ουδέ εις. Οράς ότι τουναντίον, ανάγκη το αμαρτάνειν μάλλον εστι και βία; Ενέθηκε γαρ ο Θεός φίλτρον τη φύσει τη ημετέρα, ώστε αλλήλους αγαπάν. Παν γαρ, φησί, ζώον αγαπά το όμοιον αυτού, και άνθρωπος τον πλησίον αυτού. Οράς ότι προς αρετήν έχομεν από της φύσεως σπέρματα; Τα δε της κακίας παρά φύσιν εστίν· ει δε ταύτα μάλλον κρατεί, της πολλής ημών νωθείας τούτο τεκμήριον»[23].
Το ερώτημα, βέβαια, που τίθεται αμέσως εδώ και αφορά την αφορμή της σημερινής μας συνάντησης, την επανάσταση, δηλαδή, του 1821 και τον ρόλο που η Εκκλησία έπαιξε σε αυτήν, σχετίζεται με την προέλευση της βίας. Η σαφής απόρριψη της βίας εκ μέρους των Πατέρων της Εκκλησίας συνδέεται κυρίως και κατεξοχήν με τη θεώρηση, πως η βία ως αμαρτία αποτελεί ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου. «Φέρε ουν», σημειώνει και πάλι ο Χρυσόστομος, «αυτό δη τούτο εξετάσωμεν, πότερον εξ ανάγκης και βίας τα αμαρτήματα γίνεται, ή από ραθυμίας και ολιγωρίας πολλής»[24]. Και η απάντησή του είναι σαφής, από ραθυμία και ολιγωρία· εξάπαντος όχι από ανάγκη[25]. Στην περίπτωση που η αμαρτία είναι αποτέλεσμα ανάγκης, τότε, σημειώνει ο άγιος από την Αντιόχεια, «οι νόμοι […] συγγινώσκειν αμαρτήμασι»[26]. Με αυτό στοιχεί και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο οποίος αναφερόμενος στον φόνο σε περίπτωση πολέμου, σημειώνει επί λέξει τα εξής: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον. Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστιν, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται»[27]. Σχολιάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο ο Γεώργιος Μαντζαρίδης, παρατηρεί: «Ο Μ. Αθανάσιος δεν διατυπώνει εδώ τη θέση της Εκκλησίας για τους φόνους που γίνονται στους πολέμους, αλλά τη γνώμη της πολιτείας και των πολιτών […] Το νόμιμο δεν είναι οπωσδήποτε και χριστιανικό»[28]. Γεγονός που δικαιώνεται και από τον Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος μετά τη διατύπωση της άποψής του για αποδοχή-συγχώρηση της αμαρτίας που μόλις ανέφερα, συμπληρώνει τα εξής: «μάλλον δε ουδέν αμάρτημα εξ ανάγκης γινόμενον, αλλά πάντα από ύβρεως»[29]. Δεν χωρά καμία αμφιβολία, ότι μια τέτοια θεώρηση αποκαλύπτει με έντονο τρόπο την απουσία οποιασδήποτε διάθεσης εντός της εκκλησιαστικής παράδοσης για δικαίωση του πολέμου και της βίας. Κάθε πόλεμος και κάθε βία βιάζουν πρωτίστως το ίδιο το Ευαγγέλιο της αγάπης του Χριστού. «Η Εκκλησία», σημειώνει και πάλι ο Γεώργιος Μαντζαρίδης, «δεν παρουσίασε ποτέ διδασκαλία για “δίκαιο πόλεμο”, γιατί ο πόλεμος έχει πάντοτε στη βάση του κάποια ή κάποιες αδικίες. Αναγκάσθηκε όμως να ανεχθεί κατ’ οικονομίαν ως “έλαττον κακόν” τον αμυντικό πόλεμο, στον οποίο καταφεύγει εξανάγκης ο προκαλούμενος ή αδικούμενος και καταδυναστευόμενος, προκειμένου να περισώσει σπουδαιότερα πράγματα. Παρόλα αυτά το “έλαττον κακόν” εδώ είναι πολύ σχετικό»[30].
Έχω την αίσθηση, πως με τούτες τις παρατηρήσεις και αναφορές βρισκόμαστε πλέον στον πυρήνα της προβληματικής μας. Βρισκόμαστε ενώπιον της σύγκρουσης του πολιτισμού της σάρκωσης[31] -ένα μέρος του οποίου είναι ο «πολιτισμός της ειρήνης και της καταλλαγής»-, με τον πολιτισμό της βίας[32]. Μια σύγκρουση ανηλεής που αποκαλύπτει και τα κριτήρια του πράττειν. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τον βιβλικό Μτ.10,34 –«ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλα μάχαιραν»-, ομιλεί για την «κακή ειρήνη», η οποία είναι αποτέλεσμα υποταγής και εκχώρησης των βασικών συστατικών της ανθρώπινης ελευθερίας. Μια τέτοια ειρήνη, σημειώνει, πρέπει να ανατραπεί με την «καλή διαφωνία»[33]. Το ίδιο πράγμα, με μια άλλη ένταση, λέγει και ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος: «Μ’ αν είναι για χάρη της ομόνοιας/ να πνίγεται η αλήθεια/ […] μια τέτοια ενότητα καλύτερα/ να συντριβεί»[34]. Να συντριβεί, δηλαδή το κακό, από τη δύναμη του καλού[35].
Ετούτη ίσως θα ήταν και μια απάντηση σε όλους εκείνους οι οποίοι θεωρούν πως ο Χριστιανισμός ευθύνεται για την «παθητικότητα» του πολίτη απέναντι σε κάθε εξουσία, που οδηγεί στην εδραίωση συστημάτων αδικίας και βίας. Και το λέγω τούτο, διότι πολλοί, ηθελημένα ή αθέλητα, αγνοούν ή υποβιβάζουν και υποτιμούν το αντιστασιακό στοιχείο της αγάπης[36]. Γεγονός που επαναφέρει στο προσκήνιο της συζήτησης την ουσιαστική σχέση του σταυρού με την αντίσταση[37].
Πολύ σωστά, ο Γιώργος Τσανανάς, γράφει, πως: «[…] που ακούστηκε και που είναι γραμμένο ότι πρέπει κανείς να ανέχεται τη βαρβαρότητα ή να παραδίνεται -με σταυρωμένα χέρια- βορά στους απάνθρωπους; […] Πρώτα-πρώτα μια λογική και ανθρωπιστική κοινωνία και ένα δίκαιο πολιτικο-κοινωνικό σύστημα δεν έχουν ανάγκη από επαναστατική βία. Αυτή γίνεται αναπόφευκτη εκεί, απ’ όπου μεταναστεύει η ανθρωπιά και όπου όλα τα αποθέματα αντοχής έχουν εξαντληθεί -παράδειγμα το 1821. Η ένοπλη βία είναι η ακραία, απεγνωσμένη και τραγική διέξοδος»[38]. Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως μια τέτοια παρατήρηση δεν κάνει κανόνα την αποδοχή της βίας και μάλιστα της ένοπλης. Αποκαλύπτει, όμως, την οριακότητα της αγάπης, η οποία αποδεικνύοντας πως ο Χριστιανισμός δεν είναι ένα άσαρκο ιδεολόγημα, εκτός τόπου και ιστορίας, μπορεί, -εξάπαντος κατ’ οικονομίαν-, να κατανοεί το πέρασμα των μελών του από την παθητική αντίσταση στην μόνη δυνατή λύση της αντι-βίας. Εντός ενός τέτοιου πλαισίου ο άνθρωπος συναντά την τραγικότητα και δραματικότητα ενός τρόπου που αρνείται μετά μανίας την παράδοσή του στην τυραννία[39]. Άλλωστε και ας μη το ξεχνούμε αυτό, «δεν είναι εύκολο κάθε φορά που βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, να βρούμε τη χρυσή τομή μεταξύ αδυναμίας και βίας»[40]. Οπωσδήποτε, σε μια τέτοια περίπτωση, «το γεγονός ότι η βία μπορεί να υπηρετεί το έργο του Θεού (πρβλ. Ρωμ. 13, 1-7) δεν σημαίνει και θεία ευλογία»[41]. Η εκκλησία δεν μπορεί να ευλογεί τα όπλα, αλλά δεν της επιτρέπεται και η αποκήρυξη των επαναστατών, μήτε η «παρακώλυση της επανάστασης»[42], εκεί όπου «ακραία και κραυγαλέα δεινά υπαγορεύουν ακραίες λύσεις»[43]. Κοντά σε αυτά η Εκκλησία έχει και ένα ακόμα χρέος, να ασκεί έλεγχο σε όλα τα στάδια της επανάστασης προκειμένου οι επαναστάτες να μη ομοιάσουν με τους βιαστές τους. Έλεγχο δημιουργικό προκειμένου να μην εκτροχιαστεί η επανάσταση και χαθεί στις χαράδρες της απανθρωπίας, της μισαλλοδοξίας και της εκδίκησης[44]. Μια τέτοια στάση, λοιπόν, όπως ακριβώς δεν αναιρεί καθόλου τον ειρηνοποιό χαρακτήρα της Εκκλησίας, ούτε μειώνει τη σημαντικότητα της θυσίας και της παθητικής αντίστασης[45], που αντλεί από τον πυρήνα της ευαγγελικής αγάπης. Η επαναστατική ακρότητα, το μυστήριο της αντίστασης, συνδέεται με τη βία της θυσίας, τη βία της αγάπης, το εκούσιον πάθος[46]. Αναφερόμενος σε τούτο το μέγιστο κορύφωμα της χριστιανικής ζωής, ο Ιωάννης Τσαρούχης, παρατηρεί: «Μάρτυς είναι αυτός που μαρτυρά, που αποδεικνύει πως ο άνθρωπος θα καθίσει στα δεξιά της δυνάμεως του Πατρός. Ο μαρτυρικός θάνατος είναι το τίμημα του θαύματος της ζωής, δώρον του Θεού, και όχι έκστασις και σεβασμός για το κράτος της Ρώμης, της οποιασδήποτε Ρώμης δηλαδή. Η απόφαση να πεθαίνει κανείς εναντιωμένος στους εκβιασμούς (κρατικοκοινωνικούς), είναι πραγματική ελευθερία […] Αυτό συνέβαινε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, όμως η εκκλησία δεν το συνέχισε, γιατί προτίμησε να αδυνατίζει η πίστη και να δυναμώνει η ίδια»[47].
Και εάν το ερώτημα μετά από όλα αυτά για το δέον γενέσθαι, για τις τελικές επιλογές του Χριστιανού, μοιάζει αρχικά πως είναι δύσκολο να απαντηθεί, μια προσεκτικότερη ματιά μπορεί να είναι αρκούντως σαφής. Και τούτο διότι -ελπίζω πως εδώ δεν χωρά καμία αμφιβολία-, ο πυρήνας της χριστιανικής ζωής, όπως ήδη έχει τονιστεί, είναι η αγάπη. Γράφει ο Rudolf Bultann και θυμίζει τον ιερό Αυγουστίνο, «Αγαπάει πραγματικά ο άνθρωπος; Ε, τότε ξέρει ήδη καλά τι πρέπει να κάνει»[48]. Αρκεί, τούτη η διαπίστωση να μην εξαντλείται σε έναν ατομικό εαυτό που αρνείται την κοινοτικότητά του, αλλά ούτε και την ιστορικότητά του για χάρη οποιασδήποτε άσαρκης και ανιστορικής εσχατολογικής ερμηνείας. Ο Χριστιανός, όπως και ο Χριστός, διασχίζει την ιστορία και οφείλει να τη μεταμορφώνει δυναμικά και λυτρωτικά, δείχνοντας από μακριά το νέο κόσμο. Έναν κόσμο εντός του οποίου θα ανθίζει, καθώς σημειώνει ο Σάββας Αγουρίδης, στο Σύντομο Υπόμνημα του στην Επί του Όρους Ομιλία, η «δυνατότητα για το αδύνατο». Εάν, βέβαια, θέλουμε να πιστεύουμε, πως «ο χριστιανισμός είναι απελευθέρωση από τη δουλεία και την καταπίεση, με σκοπό τη νέα δημιουργία μέσα στην ιστορία»[49].
*Εισήγηση στην ημερίδα με τίτλο, Ορθόδοξη Εκκλησία και Εθνεγερσία, που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά στις 25 Φεβρουαρίου του 2021 και διοργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με την ερευνητική ομάδα του έργου «ΔιαΠαΝτοΣ.21» του ΕΛΙΔΕΚ [«Η διαπάλη παράδοσης και νεωτερικότητας και το Σύνταγμα υπό το “κράτος” της Επανάστασης του 1821»]. Η Ημερίδα αποτέλεσε μέρος των τιμητικών εκδηλώσεων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου για την επέτειο των 200 ετών από την Εθνική Παλιγγενεσία.
[1] Βλ. Κ. Σιμόπουλος, Βασανιστήρια και εξουσία. Από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία ως την εποχή μας, Αθήνα 2008, σ. 10.
[2] Για την ερμηνεία στους προφήτες βλ. ενδεικτικά, K. Koch, Οι προφήτες, μετάφραση Πολυξένη Αντωνοπούλου, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2009, σ. 23εξ.
[3] H. D. Preuss, Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, επιμέλεια-Μετάφραση Ι. Μούρτζιος, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 271.
[4] H. D. Preuss, Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, σ. 272.
[5] H. D. Preuss, Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, σ. 272.
[6] K. Koch, Οι προφήτες, σ. 104.
[7] K. Koch, Οι προφήτες, σ. 104.
[8] Internationale Kirchliche Zeitschrift, 18 (1989), σ. 108. Πρβλ. H. D. Preuss, Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, σ. 272.
[9] Μτ. 5,39.
[10] Λκ. 16,16.
[11] Μτ. 5,39.
[12] Λκ. 6, 29.
[13] Χ.Γ.Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 266.
[14] «Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου, και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς», Μτ. 5, 43-44.
[15] Μτ. 26,52.
[16] «Μη νομίσητε πως ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλα μάχαιραν. Ήλθον γαρ δικάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής· και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού. Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος. Ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν», Μτ. 10, 34-39.
[17] Μτ. 5, 21-22.
[18] Βλ. ενδεικτικά, Νικόδημος Αγιορείτης, Πηδάλιον, εκδ. Βλαστού Χ. Βαρβαρρήγου, Εν Αθήναις 1886, σ. 35: «Όθεν και ο Κύριος ο τους εις αυτόν αμαρτάνοντας μήτε κτυπών μήτε λοιδορών, έκαμε φραγγέλιον από σχοινίον, και κτυπώντας εξέβαλε τους πραγματευτάς και σαράφιδας από το ιερόν, διατί ημάρτανον εις τον Θεόν, και τον οίκον τού πατρός του έκαμναν σπήλαιον ληστών και οίκον εμπορίου. Πρέπει όμως να στοχασθώμεν, ότι, αγκαλά και οι εξηγηταί των κανόνων, Ζωναράς και Βαλσαμών, αλλά δη και ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, εν τη ερμηνεία του κατά Ιωάννην, λέγουσιν, ότι ο Κύριος εκτύπησε τους εν τω ιερώ πραγματευομένους, με όλον τούτο και οι δ΄. Ευαγγελισταί, οπού διηγούνται την υπόθεσιν ταύτην, δεν γράφουσιν ότι εκτύπησεν, αλλά μόνον ότι εξέβαλε αυτούς. Όθεν και ο μέγας Βασίλειος (όρα κατά πλάτος ομιλ. Μ΄.) λέγει ότι μόνοις τοις περί το ιερόν πωλούσι και αγοράζουσι την μάστιγα επανετοίνατο. Οπού θέλει να ειπή ότι εσύκωσε μεν κατ’ επάνω αυτών το φραγγέλιον και εφοβέρισε να τους κτυπήση, ουχί δε και ότι τους εκτύπησε. Και τούτον τον λόγον φαίνεται και ο Χρυσόστομος, ότι θέλει να σωφρονίζωνται οι βλάσφημοι με πληγαίς ως εις Θεόν αμαρτάνοντες. Διότι λέγει (ομιλ. Α΄ ανδριάντ.). “Ανίσως και ακούσας τινός να βλασφημή τον Θεόν μέσα εις το παζάρι, ή εις το δίστρατον, πλησίασε κοντά, και έλεγξαί τον διά την βλασφημίαν του. Αν δε και κάμη χρεία να τον κτυπήσης, κτύπησέ τον”. Όρα ότι δεν λέγει ο άγιος αποφασιστικά να κτυπά τινάς τον βλάσφημον, αλλά με υπόθεσιν και κεκολασμένως, αν κάμη χρεία. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι, αν και ο άγιος λέγη τούτο εκ περιουσίας, πλην αυτός ο τούτο λέγων, ποτέ δεν έκαμε παρόμοιον πράγμα».
[19] Χ.Γ.Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, σ. 246-247.
[20] Χ.Γ.Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, σ. 334.
[21] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί του μη απογινώσκειν τινάς εαυτών, PG 51, 365· Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την επίλυσιν της Χαναναίας, PG 52, 450. Εδώ ο Χρυσόστομος αναφέρεται στον Τελώνη, του οποίου η σφαγή «τη γνώμει» εξισώνεται με τη σφαγή «τη πείρα», όπως αυτή εκδηλώθηκε και αποκαλύφθηκε με την αποτρόπαια πράξη του Κάιν.
[22] Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συνδέει σαφώς τη βία με την πτώση. Γράφει σχετικά: «Είναι ανάγκη να προσέχουμε και να μην ταυτίζουμε την ασθένεια της “πεπτωκυίας” φύσεως με την εγγενή ατέλεια κάθε δημιουργημένης φύσεως. Δεν υπάρχει τίποτα το νοσηρό ή απαίσιο στη “φυσική ατέλεια ” της δημιουργημένης φύσεως εκτός από εκείνο που εισδύει “από πάνω” ύστερα από το γεγονός της πτώσεως. Στη φύση πριν από την πτώση, μπορεί κανείς ίσως να μιλά για έλλειψη και ελαττώματα. Αλλά στον “πεπτωκότα” κόσμο υπάρχει κάτι περισσότερο –μια διαστροφή, μια επανάσταση, μια βλασφημία που προκαλεί ίλιγγο, μια βιαιότητα (violence). Είναι ο χώρος του σφετερισμού», Δημιουργία και απολύτρωση, μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 97.
[23] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους Επιστολήν 2, PG 62, 20.
[24] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους Επιστολήν 2, PG 62, 20.
[25] «Μάλλον σε ουδέν εστιν αμάρτημα εξ ανάγκης γινόμενον, αλλά πάντα από ύβρεως», Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους Επιστολήν 2, PG 62, 20.
[26] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους Επιστολήν 2, PG 62, 20.
[27] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Αμούν, PG 26, 1173B.
[28] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 476.
[29] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους Επιστολήν 2, PG 62, 20.
[30] Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 474. Πρβλ. N.Berdiaev, Θείον και ανθρώπινον, εκδ. , σ. 160-161.
[31] Για τον πολιτισμό της σάρκωσης βλ. Χ.Α. Σταμούλης, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019. Πρβλ. Π. Θωμά, «Προς αποζήτηση της σωστής διάταξης. Σχόλιο στο ποίημα της Κικής Δημουλά “Λάθος διάταξη”», Σύναξη 118 (2011), σ. 42-52, 51-52· «Ο Ποιητής και ο Τόπος του ή η Ποιητική Τοπολογία της Ενσάρκωσης. Νύξεις για την εκκλησιολογική καταξίωση καλλιτεχνίας και την κοινοτική ευθύνη του δημιουργού», Σύναξη 145 (2018), σ. 66-68.
[32] Για τον πολιτισμό της βίας βλ. Σ. Τσομπανίδης, Οι Εκκλησίες σε αναζήτηση μιας «δίκαιης ειρήνης» σε εποχή παγκοσμιοποίησης, Και επί γης ειρήνη…Όραμα και αίτημα για τους λαούς και τις χριστιανικές εκκλησίες. Ορθόδοξη συμβολή, εποπτεία ύλης-συντονισμός Ελένη Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη, εκδ. Ι.Μ. Δημητριάδος-Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, σ. 83-84, 85-86.
[33] « Ότι τούτο μάλιστα ειρήνη όταν το νενοσηκός αποτέμνεται, όταν το στασιάζον χωρίζεται […[ ου γαρ πανταχού ομόνοιαν καλόν, επεί και λησταί συμφωνούσιν […] Την γαρ κακήν ειρήνην, η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησεν ειρήνην», Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ματθαίον 35, PG 57,405.
[34] Τ.Πατρίκιος, Μαθητεία Ξανά, εκδ. «Διάττων», Αθήνα 1991, σ. 93.
[35] «Μή νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τώ αγαθώ το κακόν», Ρωμ. 12, 21. Πρβλ. Ι. Πέτρου, Ειρήνη, ανθρώπινη ανάπτυξη και υπέρβαση της βίας, Κοινωνική θεωρία και σύγχρονος πολιτισμός, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 196-214.
[36] Τον αντιστασιακό της χαρακτήρα η αγάπη σαφώς και αντλεί από τον επαναστατικό και μεταμορφωτικό λόγο της «ευαγγελίας». Βλ. σχετικά, Χ. Μαλεβίτση, Εισαγωγή του μεταφραστού, Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1976, σ. 15.
[37] «Και προσέξτε, δεν μιλάω για τη σχέση του σταυρού με την επανάσταση. Η επανάσταση εν πολλοίς προσέλαβε, εντός της ιστορίας, διαστάσεις εξουσιαστικές. Σε πολλές περιπτώσεις έγινε η ίδια μία ακόμα εξουσία στη θέση της γκρεμισμένης εξουσίας. Ο επαναστάτης ζήλωσε την εξουσία του εξουσιαστή και πάλεψε με νύχια και με δόντια ενάντια σε αυτόν και το σύστημά του, προκειμένου να γίνει εν τέλει βασιλιάς στη θέση του βασιλιά. “Τα επαναστατικά ξεσπάσματα βέβαια δεν είναι ποτέ εντελώς αυθόρμητα”, γράφει ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, “υπάρχουν πάντα πονηροί άνθρωποι που προκαλούν επαναστάσεις για συμφεροντολογικούς σκοπούς. Πρέπει να φυλάγεσαι πάντα μη τυχόν και παρεξηγηθείς από εκείνους που σου καταλογίζουν προθέσεις που εσύ δεν είχες”. Κοντά σε αυτά και η πολυεπίπεδη εκμετάλλευση της επαναστατικότητας και των επαναστατών από τις εκάστοτε διεφθαρμένες εξουσίες. Ο ασφαλέστερος τρόπος για την εξουδετέρωση της επανάστασης και των επαναστατών είναι η νομιμοποίησή τους. Γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης, “Όταν το κράτος παραδέχεται επιτέλους μια ‘πρωτοποριακή’ τάση, δύο κακά πράγματα γίνονται. Πρώτον, μουμιοποιείται μια πρότασις που μένει αναπάντητη και δεύτερον, ότι το κράτος βρίσκει ένα νέο τρόπο, πιο βολικό, για να εμποδίσει την ελευθερία. Αδικείται μια επανάστασις και παραμορφώνεται με το να κηρύσσεται αγία, ενώ το κράτος καμουφλάρει την αντιδραστική του νοοτροπία με το να ‘παραδέχεται’ επιτέλους μια επανάσταση που γίνηκε ακίνδυνη και σύμβολο των ατόλμων”. Σε αυτόν τον πειρασμό ενέδωσε ουκ ολίγες φορές και ο Χριστιανισμός σε Ανατολή και Δύση. Τον πειρασμό δηλαδή της ένταξής του στη γη της κανονικότητας. Μια κανονικότητα που επέβαλε την αναχώρησή του από τη γη του επικινδύνως ζην (vivere pericolosamente) και την ταυτόχρονη μετατροπή του σε κλειστό και οπωσδήποτε σκληρό σύστημα. Και είναι σαφές πως χριστιανισμός μη επικίνδυνος δεν μπορεί να είναι χριστιανισμός. Η αντίσταση από την άλλη μεριά συνδέεται με τη θυσία, όπως ακριβώς και ο σταυρός. Στέκομαι απέναντι στη φθορά σημαίνει παλεύω για την εξαφάνισή της, την ήττα της. Παλεύω για την επαναφορά της χαμένης φυσιολογίας του σώματος που την καρπίζει ο σπόρος της δημιουργικότητας. Η νίκη του θανάτου, πνευματικού και σωματικού, ως πράξη απολύτως αντιεξουσιαστική, προσμετράται στις πράξεις της ολικής αντίστασης, στις πράξεις άρνησης συμβιβασμού», Χ.Α.Σταμούλης, Η ακρότητα του Σταυρού, Φάγαμε ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2021, σ. 71-73.
[38] Γ.Α.Τσανανά, Ελπίδα, διακονία και σωτηρία. Δυναμικότητα και στράτευση του Χριστιανού σήμερα, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1980, σ. 47,49.
[39] Γράφει σχετικά ο Αντώνης Παπαρίζος: «Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως ο φόνος-θυσία αποτελεί πράξη απόλυτης κατάφασης στη ζωή. Ή όπως σημειώνεται, “αγάπη της ζωής μέχρι θανάτου”», Η Κοινωνία των Αμαρτωλών. Η πολιτική ως διαχείριση του φόνου, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2014, σ. 722.
[40] Ρ.Ντεμπρέ, Εξηγώντας τη Δημοκρατία στην κόρη μου, μετάφραση Θεόφιλος Ξ. Τραμπούλης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σ. 61.
[41] Α.Νικολαΐδης, Κοινωνικοπολιτική επανάσταση και πολιτική θεολογία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σ. 181. Αναφερόμενος στο θέμα ο Γεώργιος Μαντζαρίδης και αποδεχόμενος την άποψη, πως ο πόλεμος ήταν πολιτικός, αλλά και θρησκευτικός, σημειώνει τα εξής: «Πως θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μάρτυρες ή ισότιμοι προς τους μάρτυρες αυτοί που σκοτώνουν και σκοτώνονται στους πολέμους, τη στιγμή που οι θείοι κανόνες τους υποβάλλουν σε επιτίμιο και τους εμποδίζουν για τρία χρόνια να προσέλθουν στη Θεία Κοινωνία», Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 477.
[42] «Οι αγωνιστές έχουν την πεποίθηση και την πίστη ότι ο Θεός ευλογεί την προσπάθειά τους για την ανάσταση του γένους, όπως ακριβώς τους συμπαραστάθηκε και στο πάθος της δουλείας, για την οποία δεν θεωρείται υπεύθυνος ο ίδιος. Η συμπαράσταση του Θεού είναι φυσική, αφού ο αγώνας στοχεύει και στη διαφύλαξη της πίστης που πραγματοποιείται σε μια ελεύθερη πατρίδα. Η εθνική, πολιτική και κοινωνική ελευθερία συνδέεται και εξαρτάται από την πνευματική ελευθερία, αυτή που αναφέρεται στην απελευθέρωση από την αμαρτία […] ο Χριστιανισμός δεν έχει κανένα δικαίωμα από τη φύση του να εμφανίζεται σαν πολιτική ή κοινωνική επαναστατική δύναμη. Σκοπός του είναι όχι η βίαιη αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων, αλλά η πραγμάτωση του Ευαγγελίου της Βασιλείας του Θεού […] Αυτά δεν αναιρούν τη συνυπευθυνότητα του Χριστιανισμού για τα κακώς κείμενα, αλλά και για την παρακώλυση μιας επανάστασης που θα αποσκοπούσε στην αλλαγή των σχέσεων που κάνουν τη ζωή του ανθρώπου μια κόλαση απανθρωπιάς και αδικίας. Αυτό δεν σημαίνει και παραίτηση ή άρνηση μιας κριτικής συμμετοχής στην επαναστατική πορεία. Σίγουρα δεν είναι τόσο θεοπρόβλητη η κοινωνία και η πολιτική εξουσία για να ισχύουν τα όσα λέγει ο Απ. Παύλος περί υποταγής στην εξουσία κλπ. Εξάλλου διαφέρει η υποταγή των μελών της Εκκλησίας από μια υποταγή της ίδιας της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία […] Ευθύνη του Χριστιανισμού είναι μια σωστή τοποθέτηση και κριτική, καθώς και το σταμάτημα της δικαιολόγησης των συνθηκών που διαιωνίζουν την αθλιότητα […] Ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να συμμετέχει επίσημα σε μια επανάσταση για τους ίδιους λόγους για τους οποίους πρέπει να ασκεί κριτική σ’ αυτή», Α.Νικολαΐδης, Κοινωνικοπολιτική επανάσταση και πολιτική θεολογία, σ. 180-181. Για μια διαφορετική κατανόηση των πραγμάτων, βλ. Αθανάσιος Πάριος, Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, Εν Τριέστω 1802, σ. : «Ο Χριστός μας προστάζει λέγοντας απόδοτε τα του καίσαρος καίσαρι, και αυτοί, και με λόγους και με βιβλία, αρματώνουν την δεξιάν των υπηκόων να φονεύσουν τους καίσαρας».
[43] Γ.Α.Τσανανά, Ελπίδα, διακονία και σωτηρία. Δυναμικότητα και στράτευση του Χριστιανού σήμερα, σ. 49.
[44] Πολύ σωστά ο N. Berdiaev, σημειώνει, πως «Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα δοκιμασίαν από τη νίκη, πράγμα το οποίον μας δικαιολογεί να είπωμεν: αλλοίμονο εις εκείνους που νικούν στον κόσμο» N.Berdiaev, Θείον και ανθρώπινον, σ. 161. Πρβλ. Ζ.Λορεντζάτος, Χωρομετρήσεις: Τρισάγιο σε τρεις ποιητές, Μελέτες, τόμος δεύτερος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σ. 376: «Το δράμα είναι πως με κάθε διαδοχικό κύμα οι δυνάστες παραμερίζονται από τους ελευθερωτές για να μεταμορφωθούν σε λίγο και αυτοί με τη σειρά τους σε νέους δυνάστες. Καμωμένοι από το ίδιο υλικό -την πολιτική- οι τύραννοι διαλύονται όπως το αλάτι και οι επαναστάτες πετρώνουν όπως το αλάτι. Και ο τροχός δόστου και γυρίζει, δίχως ποτέ κανένας από τους πρώτους ή από τους δεύτερους να κοιτάζει στο κέντρο του τροχού, στο κινούν ακίνητον, στον άξονα και όχι στη βροντή που αφήνει ο άξονας στο πέρασμά του: At the still point of the turning world. Το καλό θα ήταν γενικό για όλους».
[45] Για την «αποτελεσματική “παθητική αντίσταση” (παραδείγματα Μ. Γκάντι, Μ.Λ. Κινγκ, Χ. Καμάρα και Don Mazzi), ως διαμαρτυρία, καταγγελία, διαδήλωση», βλ. Γ.Α.Τσανανά, Ελπίδα, διακονία και σωτηρία. Δυναμικότητα και στράτευση του Χριστιανού σήμερα, σ. 59.
[46] Γράφει σχετικά ο Χρήστος Μαλεβίτσης, «Ο λόγος της ευαγγελίας είναι λόγος ακραίος. Και χάνει τη δραστικότητά του ανάμεσα στους “μεσαίους”», Χ. Μαλεβίτση, Εισαγωγή του μεταφραστού, Π. Τίλλιχ, Το θάρρος της υπάρξεως, σ. 17. Για την ακρότητα, τα άκρα και το ακραίον, βλ. Χ.Α.Σταμούλη, Η ακρότητα του Σταυρού, Φάγαμε Ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2001, σ. 65-80.
[47] Α.Σαββάκη, Ιωάννης Τσαρούχης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1993, σ. 277. Πρβλ. Κ. Μοσκώφ, Δοκίμια, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1979, σ. 68: «Ο χρόνος καταργείται με τη μεταμόρφωση του ατόμου σε “μάρτυρα”, σε γνώστη και βιωτή δηλαδή της πύρινης αυτής αλήθειας. Η λαϊκή αίσθηση, κινητική και εγρήγορη, είναι μια αίσθηση αισιοδοξίας τραγικής».
[48] R.Bultmann, Jesus, εκδ. Deutsche Bibliotek, Βερολίνο 1926, σ. 88. Πρβλ. Σ.Αγουρίδης, Η επί του Όρους Ομιλία του Ιησού. Εισαγωγικά-σύντομο υπόμνημα, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2010, σ. 55.
[49] Σ.Αγουρίδης, Η επί του Όρους Ομιλία του Ιησού, σ. 197-198. Πρβλ. Γ.Α.Τσανανά, Ελπίδα, διακονία και σωτηρία. Δυναμικότητα και στράτευση του Χριστιανού σήμερα, σ. 50: «Ως κατακλείδα θα ήταν δυνατόν να πούμε, ότι η βία δεν μπορεί να είναι κανόνας ζωής· ούτε όμως και η αντί-βία και η μία βία μπορούν να γίνουν δόγματα. Ο μοναδικός κανόνας ζωής, απόλυτος παντού και πάντοτε, είναι μόνον η εν Χριστώ αγάπη. Τόσον απέναντι στην επανάσταση όσο και στο ζήτημα της βίας ο Χριστιανός είναι εξαιρετικά κριτικός· δεν του επιτρέπεται όμως να είναι παθητικός θεατής!»· Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, σ. 477-478: «Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι η Εκκλησία αγκαλιάζοντας όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής ακολούθησε ευρύτερη τακτική. Ενώ στο πρωτογενές επίπεδο των προσωπικών σχέσεων καταδίκασε απόλυτα και κατηγορηματικά τη βία, στο δευτερογενές επίπεδο των θεσμών τήρησε διαλεκτική στάση. Από τη μια καταδίκασε τον πόλεμο και τη βία, ενώ από την άλλη έδειξε επιείκεια σε όσους μετείχαν σε πολέμους αγωνιζόμενοι για το κοινό καλό. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι οι αγώνες αυτοί εννοούνται πάντα στο πλαίσιο αμυντικών πολέμων και όχι κατακτητικών πολέμων. Αν όμως στο παρελθόν μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πόλεμος παρόλη την αποκρουστικότητα και φρικαλεότητά του εξυπηρετούσε κάπως και το κοινό καλό, σήμερα αυτό φαίνεται μάλλον αδύνατο».