Εναρμόνιση Εκπαίδευσης και Εργασίας στο σύγχρονο Κράτος Πρόνοιας της Διακινδύνευσης: η περίπτωση της Ελλάδας

Αρχιμανδρίτης Απόστολος Καβαλιώτης

Δρ Τμήματος Ειδικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει επιδεινώσει δομικά προβλήματα διασύνδεσης της Εκπαίδευσης με την Αγορά Εργασίας. Η παραδοσιακή αναντιστοιχία λόγω παρατεταμένης παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, χαμηλής γεωγραφικής κινητικότητας, νοοτροπιών προστατευτισμού λόγω μεγέθυνσης του δημόσιου τομέα και τυπικές αναντιστοιχίες δεξιοτήτων και προσόντων με την αγορά εργασίας, διευρύνθηκε υπό το κράτος της οικονομικής κρίσης η οποία συρρίκνωσε περαιτέρω την προσφορά εργασίας. Η αλλοίωση της σχέσης προσφορά – ζήτηση στο πλαίσιο της σχέσης Εκπαίδευση – Αγορά Εργασίας σε βάρος της παραγωγικής διαδικασίας αναγνωρίζεται ως το κύριο συστημικό πρόβλημα της περιόδου. Υπό το πρίσμα παρεμβάσεων που δεν διευρύνουν την παραγωγική βάση, οι διάφορες πολιτικές εναρμόνισης της απασχόλησης με την εκπαίδευση παραμένουν αποσπασματικές και ατελέσφορες ως προς τις βασικές τους στοχεύσεις.

TO ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί να τοποθετηθεί σε μια διάσταση της σημερινής οικονομικής ύφεσης, που αφορά τη διαχείριση του πνευματικού κεφαλαίου στη σχέση της με το οικονομικό κεφάλαιο. Η εναρμόνιση του πνευματικού κεφαλαίου, που παράγεται στις πανεπιστημιακές δομές, με τις δομές της παραγωγής, που εκφράζονται από την αγορά εργασίας, αποτελεί καίριο διακύβευμα της εποχής που διέπεται από ποικίλες μορφές κρίσης: θεσμικής, ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής. Η συγκεκριμένη διάσταση, αφορά μία μόνο πτυχή της σχέσης «κοινωνία – οικονομία», η οποία ωστόσο, έχει αναχθεί σε πρωτεύουσα ένεκα της εκθετικής αύξησης της σημασίας της οικονομίας στο γενικό κοινωνικό προϊόν, αύξηση η οποία ενδεχομένως να αποτελεί η ίδια μέρος του προβλήματος που ονομάζεται συνοπτικά «οικονομική κρίση», στο βαθμό που η οικονομία τείνει να απορροφά κάθε κοινωνική δυνατότητα και να την αξιολογεί αποκλειστικά με οικονομικούς όρους (Giddens, 2001).

            Η σημερινή Κοινωνική Πολιτική, σε διεθνές και σε τοπικό επίπεδο, αποτελεί έκφραση αυτού του άκρατου οικονομισμού, την οποία αντανακλά η μετάβαση στο νέο Κοινωνικό Κράτος της εποχής μας, που συγκροτήθηκε στο φώς των διακινδυνεύσεων της ύστερης νεωτερικότητας. Το σημερινό Κοινωνικό Κράτος της Κοινωνίας της Διακινδύνευσης (Beck, 1999) συνιστά ριζική διαφορετικότητα από το παραδοσιακό μεταπολεμικό Κράτος Πρόνοιας ως προς τις προτεραιότητές του. Εκεί όπου το παραδοσιακό Κράτος Πρόνοιας επικεντρώνονταν στην εγγύηση της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων, μέσω μιας εκτεταμένης αναδιανεμητικής πολιτικής εξισωτικού, κατά το μάλλον ή ήττον προσανατολισμού, το σημερινό Κράτος Πρόνοιας αντιλαμβάνεται την Κοινωνική Πολιτική του εκ του «αρνητικού». Δηλαδή, ως επανένταξη του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, η οποία ενισχύεται από δυο πυλώνες: αφενός της προώθησης της ισότητας των φύλων και ενίσχυσης των κοινωνικά αποκλεισμένων και αφετέρου των κοινωνικών υπηρεσιών προς τα παιδιά και τους ηλικιωμένους (Bonoli & Natali, 2009).

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η έννοια της μετάβασης από το πεδίο της εκπαίδευσης σε αυτό της εργασίας διαφοροποιήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες σύμφωνα με τις δομικές αλλαγές που συνέβησαν στην εξέλιξη του μεταπολεμικού Φορντικού τρόπου παραγωγής έως το σημερινό υπόδειγμα νεοφιλελεύθερου τύπου οικονομικής συσσώρευσης. Η παραδοσιακή απευθείας μετακίνηση από το πανεπιστήμιο στον κόσμο της εργασίας έχει σήμερα διευρυνθεί εκκινώντας από τα πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και φθάνοντας έως 3 χρόνια πριν την ηλικία των 30. Η ίδια η έννοια «μετάβαση» απαντάται περισσότερο στον πληθυντικό, ως «μεταβάσεις», για να υποδηλώσει το πλήθος και την ποικιλία των μετακινήσεων, που συνδέονται με τη σημερινή χαρτογράφηση του πεδίου «εκπαίδευση – εργασία» (OECD, 1998).

            Η εναρμόνιση της εκπαιδευτικής κατάρτισης με την απασχόληση ειδώθηκε, στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Συμφώνου για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση (Commission Staff Working Document, 2012) ως προσπάθεια συνολικής αναδιάρθρωσης του οικονομικού και εργασιακού τομέα, μέσω των οποίων θα προέκυπταν οφέλη για τη νεανική απασχόληση, με αφετηρία τη μείωση της σχολικής εγκατάλειψης και τη μείωση των επιπτώσεων καταστροφής των θέσεων χαμηλής εξειδίκευσης. Η επισφαλής θέση των νέων πτυχιούχων επιδεινώνεται από τους όρους ανταγωνισμού με το ώριμο εργατικό δυναμικό, τις ευνοϊκότερες νομοθετικές ρυθμίσεις «ώριμων εργατικών δικαιωμάτων», το είδος των προσφερόμενων θέσεων που είναι χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τις άτυπες και προσωρινές μορφές εργασίας που εντείνουν το πρόβλημα της επισφάλειας και τη δομική ευαισθησία των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας που αγγίζονται περισσότερο από τον καθοδικό επιχειρηματικό κύκλο. Η γενικότερη οικονομική συνθήκη της ύφεσης, καθώς και εγγενή χαρακτηριστικά της κατηγορίας των νέων εργαζομένων με την αδυναμία συλλογικής αντιπροσώπευσης για υποστήριξη των προοπτικών επαγγελματικής τους απορρόφησης, εντείνουν την άνιση απορρόφησή τους στην παρούσα συγκυρία.

Δομικό πρόβλημα εναρμόνισης της Εκπαίδευσης με την Εργασία συνιστά η «διαρθρωτική ανεργία», αποδιδόμενη είτε στις ατέλειες της λειτουργίας της αγοράς, είτε στην αναντιστοιχία των γνώσεων, ειδικεύσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της παραγωγής και τις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας, άποψη η οποία κυριαρχεί αναφορικά με τις δυσκολίες πρόσβασης των νέων στη σημερινή αγορά εργασίας. Ως εύλογη απάντηση στο πρόβλημα εκτιμάται η εναρμόνιση και προσαρμογή του περιεχομένου σπουδών στις προοπτικές της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, ωστόσο η άποψη αυτή, συγκρούεται, στο οικονομοτεχνικό σκέλος, με το ρόλο της μακροοικονομικής συγκυρίας και των κυμαινόμενων ρυθμών μεγέθυνσης μιας οικονομίας, και στο φιλοσοφικό σκέλος, με την άρνηση να ιδωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα ως βραχίονας της οικονομίας της αγοράς και του παραγωγικού συστήματος (Ματθαίου, 2001).

            H δημιουργία γραφείων διασύνδεσης και σταδιοδρομίας στα Ελληνικά πανεπιστήμια από την περίοδο 1997 – 1998, χρηματοδοτούμενα από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, σήμανε τη ρεαλιστική προσαρμογή τους στην ανάγκη διασύνδεσης με τον κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο εστιάζοντας σε: α) παροχή πληροφοριών για προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης, εξειδίκευσης σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, πληροφορίες για πρακτική άσκηση σε συγκεκριμένους κλάδους και επαγγέλματα β) παροχή υπηρεσιών διασύνδεσης με την αγορά εργασίας με οικοδόμηση βάσης δεδομένων, συναντήσεις ενημέρωσης με οργανισμούς και επιχειρήσεις για τις δεξιότητες των αποφοίτων και γ) παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης με σύνταξη βιογραφικού σημειώματος, τεχνικέ αυτοπαρουσίασης στη συνέντευξη επιλογής, υποστήριξη αυτογνωσίας και λήψης αποφάσεων σε θέματα προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης (Καραμεσίνη, 2005).

            Η οικονομική κρίση της τελευταίας εξαετίας ενέτεινε διαρθρωτικά προβλήματα απορρόφησης, όπως της ετεροαπασχόλησης, του έμφυλου καταμερισμού και της διάκρισης των επιστημονικών ειδικοτήτων. Παρότι η ετεροαπασχόληση διαθέτει και μια «αντικειμενική» πτυχή, που δεν επιβαρύνει τη στατιστική, καθώς η απασχόληση πτυχιούχων σε επαγγέλματα διοικητικά/διευθυντικά, επιστημονικά ή καλλιτεχνικά ανεξάρτητα της ειδικότητας δεν πιστώνεται ως ετεροαπασχόληση (Γεώργα, 2009), εν τούτοις, παρατηρήθηκε ένταση του φαινομένου κατά την περίοδο άνθισης των διαγωνισμών του Δημοσίου ή των τραπεζών, όπου οι προσλήψεις αφορούσαν κατά τεκμήριο θέσεις απλού υπαλλήλου (Σκάγιαννης και συν, 2008).

            Σχετικά με την έμφυλη διάκριση απορρόφησης, αυτή είναι διπλάσια στους άνδρες απόφοιτους, καθώς στερεότυπες αντιλήψεις είτε άμεσες και εργοδοτικά αυθαίρετες, είτε έμμεσες σχετιζόμενες με τα κριτήρια πρόσληψης και προαγωγής, χρονικών περιορισμών της οικιακής φροντίδας, των μισθολογικών κλιμάκων και των συστημάτων αμοιβών τροχοπεδούν την πρόσβαση των γυναικών αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Ο επαγγελματικός διαχωρισμός κατά φύλο αυξήθηκε τα έτη 1997 – 2007 από 45,2% σε 47,16% (Καραμεσίνη, 2008). Αναφορικά με την κατανομή ανά ειδικότητα υφίσταται απόσταση μεταξύ των πτυχιούχων ιατρικής και νομικής, που βρίσκονται στην υψηλότερη βαθμίδα επιστημονικής απορρόφησης συγκριτικά με τους αποφοίτους ανθρωπιστικών, πολυτεχνικών, οικονομικών και σπουδών φυσικής αγωγής, που παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά απορρόφησης (Παγουλάτος & Μπουρίκος, 2006).

ΝΕΑΝΙΚΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Πριν την οικονομική κρίση, στην Ελλάδα, έως 5 – 7 έτη από την αποφοίτηση, 84% των πτυχιούχων απασχολούνταν, αλλά το 45% με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, έργου ή μερικής απασχόλησης. Με στοιχεία του 2009, ο μέσος χρόνος έναρξης της πρώτης εργασίας μετά την αποφοίτηση είχε ανέλθει στην Ελλάδα, για την ανώτατη εκπαίδευση, στα 12,2 έτη (14,3 για τους άνδρες και 12,1 για τις γυναίκες), ενώ η κατανομή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών των μισθωτών στο Β΄ Τρίμηνο του 2013 κυμαίνονταν από 499Ε – 699Ε για την πλειοψηφία των έως 29 ετών και μεταξύ 700Ε και άνω των 800Ε για το 20% του ίδιου εύρους ηλικιών (Καραμεσίνη, 2008).

Η διαρκούσα παγκόσμια οικονομική κρίση πλήττει ως πλέον ευάλωτη κοινωνική ομάδα την κατηγορία των νέων κάτω των 25 ετών με ποσοστά που ανέρχονται στην Ευρώπη των 28 στον μέσο όρο του 23,6%, τον Νοέμβριο του 2013, με την Ελλάδα να κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό του 59 στο Β΄ τρίμηνο του 2013 (Allen & Massarelli, 2013). Επιπλέον, στην κατηγορία της ακόμη πιο ευάλωτης ομάδας των Νέων Εκτός Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, η Ελλάδα κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό με 25% μετά τη Νότια Αφρική του 32% (OECD, 2013).

            Για την τόνωση της απασχόλησης στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας με τη Συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φεβρουαρίου 2013 και της Πρωτοβουλίας για την Απασχόληση των Νέων, αναλήφθηκε η πολιτική «Εγγύηση για τη νεολαία» (Youth Guarantee) χρηματοδοτημένη από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Το γενικό πνεύμα που διέπει την πολιτική «Εγγύηση για τη νεολαία» αφορά τη διασφάλιση καλής ποιότητας προσφορά εργασίας, περαιτέρω εκπαίδευση και μαθητεία εντός τεσσάρων μηνών από την αποφοίτηση ή την απόλυση από την εργασία. Οι εξειδικεύσεις του προγράμματος στην Ελλάδα περιλαμβάνουν σειρά υλοποιήσεων όπως:

  1. Διερεύνηση, εντοπισμό, καταγραφή και χωρική αποτύπωση των ομάδων στόχου
  2. Εντοπισμό επαγγελμάτων αιχμής ανά Περιφέρεια
  3. προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και επιδότησης εισαγωγής στην αγορά εργασίας (voucher – κουπόνια) και αντίστοιχα ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. Progress)
  4. Ανάπτυξη θερμοκοιτίδων επιχειρηματικότητας σε περιφερειακό επίπεδο (π.χ. κοινωνικής επιχειρηματικότητας και ICT Bootcamps). Δικτύωση – Μνημόνια Συνεργασίας – διαμόρφωση περιφερειακών στρατηγικών απασχόλησης
  5. συνεργασία με κοινωνικούς εταίρους όπως Πανεπιστήμια, οργανώσεις νέων, κοινωφελή ιδρύματα, επιμελητήρια, ασφαλιστικά ταμεία και ΟΑΕΔ
  6. Ενίσχυση της συμβουλευτικής και του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού
  7. Διενέργεια σεμιναρίων επιμόρφωσης και κατάρτισης σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας ή Δήμων

8. δημιουργίας βάσης δεδομένων με καταγραφή των νέων και συνεργαζόμενων επιχειρήσεων και στόχους: α) τη διασταύρωση των προσόντων των νέων και των αναγκών των επιχειρήσεων για τη βέλτιστη κατανομή εργασίας και β) τη σκιαγράφηση του προφίλ το κάθε νέου ώστε να επισημανθούν οι κλίσεις και τα προσόντα του και να προταθούν βήματα βελτίωσης του εργασιακού του προφίλ.

(Ένωση Περιφερειών Ελλάδας, 2013).

            Τα προβλήματα εφαρμογής των πολιτικών της «Εγγύησης για τη νεολαία» στην Ελλάδα είναι πολλαπλά και επιδεινώνονται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Στο κοινωνικοπολιτικό σκέλος, υφίσταται έλλειμμα συνεργατικής κουλτούρας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, το οποίο εντείνει την ανάγκη επινόησης ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ επιχειρήσεων, εργαζομένων και κράτους στη βάση προώθησης αμοιβαίας κοινωνικής υπευθυνότητας. Στο καθεαυτό οικονομικό σκέλος, το οικονομικό κόστος ανταπόκρισης στις εργασιακές ανάγκες 470.000 νέων ανέργων – σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ηλικιακής ομάδας 15 – 29 ετών – δεν καλύπτεται από τα διαθέσιμα 6 δις Ευρώ ετησίως των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ακόμη και στην περίπτωση ιδιαίτερης ενίσχυσης κρατών που διέρχονται βαθιά δημοσιονομική κρίση, όπως η Ελλάδα. Ωστόσο, το κυριότερο πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία της εσωτερικής αγοράς να δημιουργήσει και να απορροφήσει εργασιακή ζήτηση λόγω της κατάρρευσης βασικών πυλώνων της ελληνικής οικονομίας, όπως των κατασκευών, της κτηματομεσιτικής αγοράς ή/και του τραπεζικού τομέα. Οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης των τομέων αυτών επιβαρύνουν το συσχετισμό εκπαίδευσης – εργασίας, καθώς αδυνατούν να απορροφήσουν τους απόφοιτους των συγκεκριμένων μορφωτικών πεδίων. Εναπόκειται επομένως στις εξαγωγικές εταιρείες να επενδύσουν σε αυτό το εκπαιδευτικό κεφάλαιο, ωστόσο και αυτών ο αριθμός των ανταγωνιστικών εκείνων περιορίζεται με αποτέλεσμα την αυξανόμενη απαίτηση στενής και διαρκούς επισκόπησης της αγοράς εργασίας για την εξεύρεση ατομικής λύσης (Cholezas, 2013).

            Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που υποβάλλονται από τα σχέδια ένταξης στην «Εγγύηση για τη νεολαία» περιλαμβάνουν, στην Ελλάδα, μέτρα αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας, μειωμένα συλλογικά δικαιώματα διαπραγμάτευσης, μειώσεις των επιδομάτων ανεργίας, μείωση του κόστους εργασίας κατά 22% στον κατώτατο μισθό των νέων έως 22 ετών, κατά 25% των έως 25 ετών και πάγωμα οποιασδήποτε αύξησης έως την πτώση της ανεργίας στο ποσοστό του 10%. Επέκταση της περιόδου ανανέωσης πριν την αυτόματη μετατροπή σε αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, προτεραιότητα των ιδιωτικών συμφωνιών με εταιρείες έναντι των συλλογικών συμβάσεων για τα 3/5 του εργατικού δυναμικού, αυξημένος ρόλος των ιδιωτικών εταιρειών εύρεσης εργασίας, προοπτική χρηματοδότησης επιχειρήσεων για προσλήψεις αποφοίτων έως 35 ετών αποτελούν συμπληρώνουν την ατζέντα της ελληνικής ανταπόκρισης στην πολιτική «Εγγύηση για τη νεολαία» (Besamusca, Stanescu & Vauhkonen, 2013).

            Στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, ο σχεδιασμός του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) περιλαμβάνει ακόμα μέτρα εναρμόνισης της αγοράς εργασίας με τους πτυχιούχους της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως:

  1. Αναβάθμιση των επαγγελματικών προσόντων με εξειδικευμένα προγράμματα κατάρτισης σε θεματικά αντικείμενα και τομείς υψηλής ζήτησης
  2. Σχεδιασμό και ανάπτυξη συστήματος πληροφόρησης σχετικά με ευκαιρίες απασχόλησης και την παροχή βοήθειας στον επαναπροσδιορισμό του επαγγελματικού προφίλ
  3. Σχεδιασμό προγραμμάτων μαθητείας, στη βάση του Dual System, εμπλουτισμένων με νέες οριζόντιες ειδικότητες και σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
  4. Ανάπτυξη ηλεκτρονικών υπηρεσιών συμβουλευτικής (e – counseling, e – mentoring) σε προγράμματα προώθησης της αυτοαπασχόλησης και της επιχειρηματικότητας των νέων
  5. Δημιουργία Συστήματος Διάγνωσης των Αναγκών Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και σύνδεσής του με την Αγορά Εργασίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (ΟΑΕΔ, 2014)

Κεντρικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής αγοράς εργασίας είναι οι μεγάλες περίοδοι μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, οι οποίες διαφέρουν ανά επιστημονικό πεδίο. Αποδίδεται, ως επί το πλείστον, στο ασύμπτωτο των προσφερόμενων δεξιοτήτων από τους αποφοίτους και την υπαρκτή ζήτηση εκ μέρους των εργοδοτών. Αναφέρονται επίσης, ως δομικά αίτια αναντιστοιχίας εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, η έλλειψη βασικών και ανταγωνιστικών δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, με συνέπεια την επιμήκυνση του χρόνου ενσωμάτωσης λόγω επιπρόσθετης εκπαίδευσης που καθίσταται αναγκαία, καθώς και η γεωγραφική μη κινητικότητα ένεκα υπερπροστατευτικών οικογενειακών δεσμών. Ενοχοποιούνται επίσης δυσκαμψίες, όπως η έλλειψη νοοτροπιών «δοκιμής και λάθους» εκ μέρους εξίσου των εργοδοτών και υποψηφίων εργαζομένων, αλλά και η ύπαρξη άτυπων δικτύων απασχόλησης απέναντι στα οποία οι απόφοιτοι δαπανούν χρόνο για να σχεδιάσουν τις εξατομικευμένες τους προσβάσεις. Η παρόμοια ανάπτυξη ενός ιδιόμορφου εκλεκτικισμού στην ελληνική αγορά εργασίας των πανεπιστημιακών αποφοίτων εντείνεται και από την συγκριτικά παρατεταμένη παραμονή στην εκπαίδευση, η οποία αυξάνοντας το μέσο όρο αποφοίτησης δημιουργεί πιο εμφατική εικόνα αναντιστοιχίας εκπαίδευσης – εργασίας, διότι δεν εντάσσονται στις πολιτικές της «Εγγύησης για τη νεολαία» (Cholezas, 2013)

            Ο εκλεκτικισμός αυτός, ωστόσο, μπορεί να συμβληθεί οργανικά και αποδοτικά με την προσαρμοστικότητα που εντέλλεται η πολιτική της «Εγγύησης για τη νεολαία», σε ό,τι αφορά τη διάσταση της δια βίου καθοδήγησης, πρακτικής που αποτελεί βασικό μηχανισμό της συγκεκριμένης πολιτικής. Εξωστρεφείς στρατηγικές εναρμόνισης των δεξιοτήτων με την αγορά εργασίας περιλαμβάνουν κουπόνια για προγράμματα κατάρτισης, δράσεις ομαδικής συμβουλευτικής σε προσδιορισμένες ομάδες – στόχου, εξατομικευμένη παρακολούθηση των σχεδίων πρόσβασης διαμέσου της Διαδραστικής Πύλης Διαδικτυακής Καθοδήγησης για Ενήλικες (www.eoppep.gr/teens), χρηματοδότηση εταιρικών επιχειρηματικών «κόμβων» νεανικής επιχειρηματικότητας με υποτροφίες, ευρύ φάσμα χρηματοδοτήσεων για εργοδοτικά προγράμματα εμβέλειας έως και 10.000 αποφοίτων διαφόρων ειδικοτήτων για πλήρη απασχόληση διάρκειας έως πέντε μήνες (Borbely & Hutchinson, 2013).

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΜΕΑ

Οι πολιτειακές παρεμβάσεις στον τομέα της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία διαμορφώθηκαν με τους Νόμους 936 του 1979, 1648 του 1986 και 2643 του 1998. Το δικαίωμα των ίσων ευκαιριών ενσωματώνεται στο Ελληνικό Δίκαιο με την Κοινοτική Οδηγία 78/2000 περί εξάλειψης των διακρίσεων, ωστόσο κατά κύριο λόγο, οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την απασχόληση των αναπήρων διαχέονται μέσω των μέτρων κοινωνικής προστασίας των υπόλοιπων πληθυσμιακών ομάδων. Η κοινωνική προκατάληψη, η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού, η καθυστέρηση των δομών σε σχέση με τις τεχνολογικές εξελίξεις στους εργασιακούς τομείς, η διοικητική γραφειοκρατία του μηχανισμού αναγκαστικών τοποθετήσεων σε θέσεις εργασίας σύμφωνα με το Ν. 2643/98 για προκηρύξεις θέσεων και η πάγια έλλειψη υποδομών πρόσβασης δεν διευκολύνουν τη συμμετοχή των ΑΜΕΑ στην κοινωνική – εργασιακή ζωή (Ψαθάς, 2013).

 Ο αποκλεισμός των αναπήρων από την αγορά εργασίας ανέρχεται στην Ελλάδα σε ποσοστό 80% έναντι ενός μέσου Ευρωπαϊκού όρου των 15 σε 50%. Βασικά επιπλέον αίτια, είναι η έλλειψη μητρώου αναπήρων και η απουσία ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων για την απασχόληση, η μη επαρκής ενημέρωση για τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η συστηματική άρνηση του ιδιωτικού τομέα να προσλαμβάνει άτομα με ειδικές ανάγκες, αλλά και η έλλειψη δεικτών αξιολόγησης των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο προγραμμάτων συμβάλλει στην υποβάθμιση της συμμετοχής των ΑΜΕΑ στην αγορά εργασίας. Απέναντι στις ελλείψεις αυτές, κρατικές πρωτοβουλίες όπως της μελέτης της αγοράς εργασίας για τις δυνατότητες απορρόφησης των ΑΜΕΑ σε επαγγέλματα που μπορούν να αποδώσουν, η υλοποίηση προγραμμάτων ενιαίου σχεδιασμού και συντονισμού των συνθηκών διαβίωσης, εκπαίδευσης και απασχόλησης, η ψήφιση νόμου αποκλειστικά για την απασχόληση των αναπήρων με αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους, η αυξημένη προστασία έναντι των απολύσεων με ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, η εφαρμογή των διεθνών προτύπων προσβασιμότητας σε όλες τις εφαρμογές ΤΠΕ στο δημόσιο τομέα και στις επιχειρήσεις (e – learning, e – commerce, info kiosk, one stop shop, ιστοσελίδες, εκδοτήρια), η δημιουργία προσβάσιμων θεματικών βάσεων δεδομένων με πληροφόρηση για υπηρεσίες και υποδομές πρόσβασης σε ΑΜΕΑ, η θέσπιση κινήτρων σε επιχειρήσεις που απασχολούν άτομα με αναπηρία και κυρίως η άρση των νοοτροπιών αποκλεισμού με ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για τον παραγωγικό ρόλο που μπορούν να παίξουν τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, αποτελούν αναντίρρητες προϋποθέσεις διάνοιξης στην ευρεία κοινωνική και εργασιακή συμμετοχή (Ψαθάς, 2013).

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος για τη νεανική απασχόληση, οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Κρήτης και των Δωδεκανήσων αναπτύσσουν τη δράση «Προώθηση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα με στόχο τη βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων». Η πρωτοβουλία αφορά 50.000 ανέργους άνω των 25 ετών με αμοιβή 490Ε και 427Ε για κάτω των 25 ετών με κριτήρια πρόσληψης τη διάρκεια ανεργίας, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, το εκπαιδευτικό επίπεδο (όπου απαιτείται).

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Οι προτάσεις υπέρβασης της δυσαρμονίας στο περιβάλλον Εκπαίδευσης – Εργασίας δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικές και όχι αποκλειστικά τεχνοκρατικές. Η δεσπόζουσα αντίληψη ενός στενού εξορθολογισμού μεταξύ των δυο τομέων είναι ατελέσφορη, δεδομένου ότι, αφορά ένα μέρισμα της γενικής διαδικασίας απορρόφησης στην αγορά εργασίας. Είναι η ριζική διεύρυνση της παραγωγικής βάσης εκείνη η δομική παρέμβαση που θα επηρεάσει καθοριστικά την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών εναρμόνισης και όχι οι τάσεις απόλυτου εξορθολογισμού του συστήματος διασύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας.

Κατά τη γνώμη μας, αποτελεί φενάκη η πίστη στην τέλεια εναρμόνιση εκπαιδευτικών δεξιοτήτων και επαγγελματικής αποκατάστασης και δείγμα ενός νέου πρότυπου οικονομικού φαντασιακού. Η δύναμη της παραγωγής δεν ταυτίζεται με τις λεγόμενες «παραγωγικές δυνάμεις» και η συνέχιση της αγνόησης αυτού του βασικού οικονομικού κανόνα θα παρατείνει το ατελέσφορο της προσπάθειας. Επομένως, οι προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν στη συνολική αναδιοργάνωση της οικονομικής βάσης με κριτήρια: τι παράγουμε, τι οικονομία θέλουμε να διαμορφώσουμε, σε ποιο κοινωνικό μοντέλο απότοκο της οικονομίας θέλουμε να οδηγηθούμε και πως αυτό θα το εντάξουμε στοιχειωδώς σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αποτελεί δύσκολο διακύβευμα, αλλά η εποχή των διακινδυνεύσεων που διάγουμε είναι λογικό να ευνοεί τα πραγματικά διακυβεύματα, εκείνα που αξίζει να αναληφθούν για να περάσουμε σε μια αληθινή υπέρβαση της παρούσας κρίσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι πολιτικές που παρατέθηκαν σχετικά με την εναρμόνιση της Εκπαίδευσης και της Εργασίας στην τρέχουσα Ελληνική εμπειρία της οικονομικής κρίσης αποτελούν εκφράσεις της γενικότερης ευρωπαϊκής αντίληψης για την αντιμετώπιση του ζητήματος, από τη σκοπιά μιας οικονομοτεχνικής οπτικής. Παρά τις επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις που τείνουν σε εξισορροπήσεις των μηχανισμών της αγοράς, ως καίριο αίτιο αναντιστοιχίας προβάλλει η δομική αρρυθμία της παραγωγικής σχέσης «προσφορά – ζήτηση», η οποία δεν θίγεται στο πλαίσιο των παρεμβάσεων αυτών. Ενδεχομένως, η αναρρύθμιση της σχέσης αυτής όχι με οικονομοτεχνικές συνταγές που, κατά το μάλλον ή ήττον, μετριάζουν τις επιπτώσεις του άκρατου οικονομισμού στις εργασιακές σχέσεις, αλλά η ίδια η αναγόμωση των επιστημονικών περιεχομένων της εκπαίδευσης, να είναι η δέουσα απάντηση στη συστημική κρίση που κλονίζει την κοινωνική ευστάθεια στην εποχή μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allen, Τ. & Massarelli, Ν. (2013). Eurostat Newsrelease euroindicators. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο:  http://epp.eurostat.ec.europa.eu/cache/ITY_PUBLIC/3-08012014-BP/EN/3-08012014-BP-EN.PDF

Beck, U. (1999). World Risk Society. Cambridge: Polity Press.

Besamusca, J., Stanescu, I., & Vauhkonen, J. (2013). The European Youth Guarantee: A Reality Check. Brussels: Feps Young Academics Network

Βonoli, G. & Natali, D. (2009).  The Politics of the new welfare state. Florence:Conference for The New Welfare State in Europe. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.idheap.ch

Borberly, T. B., Hutchinson, P. & J. (2013). The Youth Guarantee and Lifelong Guidance. European Lifelong Guidance Policy Network: ELGPN Concept Note No. 4.

Cholezas, I. (2013). Youth Guarantee in Times of Austerity: the Greek Case. Friedrich Ebert Stiftung Institute.

Commission Staff Working Document (2012). Implementing the Youth Opportunities Initiative: first steps taken. Strasbourg. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&ved=0CC4QFjAA&url=http%3A%2F%2Fec.europa.eu%2Fsocial%2

Ένωση Περιφερειών Ελλάδας (2013). Κατάθεση πρότασης για την καταπολέμηση της νεανικής ανεργίας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας “Youth Guarantee”. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.patt.gov.gr/main/attachments2/8941_%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7%20%CF%83%CE%B5%20%CE%95%CE%9D%CE%A0%CE%95_Youth%20Guarantee.pdf

Giddens, A. (2001). Οι Συνέπειες της Νεωτερικότητας. Αθήνα: Κριτική.

Held, D. (2007) Μοντέλα δημοκρατίας. Mετάφραση Μ. Τζιαντζή, Κ. Κέη, Γ. Βογιατζής. Αθήνα: Πολύτροπον.

Καραμεσίνη Μ. (2008) Η απορρόφηση των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας. Αθήνα: Διόνικος

Καραμεσίνη, Μ. (2005). Γραφεία διασύνδεσης και επιχειρηματικότητα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Πρακτικά συνεδρίου: «Η νέα στρατηγική για την εκπαίδευση και την αρχική επαγγελματική κατάρτιση. Η παιδεία στην κορυφή». Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: www.epeaek.gr  

Ματθαίου, Δ. (2001). Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του. Αθήνα: Gutenberg

ΟΑΕΔ (2014). Ο σχεδιασμός του ΟΑΕΔ για την ανεργία των νέων. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.oaed.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1374&lang=el

OECD (2013). The OECD Action Plan for Youth. Διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.oecd.org/els/emp/Youth-Action-Plan.pdf  

ΟECD (1998). Thematic Review: The transition from initial education to working life. Interim comparative report. Paris, p.8

Παγουλάτος, Γ., Μπουρίκος, Δ. (2006). Μετάβαση των πτυχιούχων των Ελληνικών ΑΕΙ στην Αγορά Εργασίας. Αθήνα: ΕΛΙΑΜΕΠ

Σκάγιαννης, Π., Ζουμπουλάκης, Μ., Σταμπουλής, Γ., Παπαδούλης, Α., Ζυγούρα, Α., Τζερεμές, Ν., Ροδακινιάς, Π., Καπαρός, Γ., Πασχάλη, Α., και Κεσσοπούλου, Σ. (2008). Μελέτη σύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας μέσω της προώθησης της επιχειρηματικότητας. Τελική έκθεση. Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Ψαθάς, Δ. (2013). Κοινωνική επανένταξη, υποστήριξη Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες . διαθέσιμο στο δικτυακό τόπο: http://www.inarcadia.gr