του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος

Η αναφορά μας στον όρο Ευρωπαϊκή Ένωση προσανατολίζει, ως επί το πλείστον, σε παραμέτρους οικονομικούς και οπωσδήποτε σε όλες εκείνες τις διεργασίες και τα δεδομένα, τα οποία έχουν να κάνουν με πολιτικές οικονομικής σύγκλισης, ανάπτυξης και επενδύσεων.

Η Ευρώπη όμως δεν είναι μόνο οικονομική ή νομισματική ένωση, είναι και η Ευρώπη των πολιτών, των λαών και στο πλαίσιο μιάς συνύπαρξης με διακριτότητα, με συνεργασία και αλληλεγγύη, η Ευρώπη των Πολιτισμών. Μόνο μία τέτοια μορφή ένωσης μπορεί να παρέχει ένα ευοίωνο μέλλον για μία Ευρώπη αλληλέγγυα στους πολίτες της και συγχρόνως ανοικτή στις νέες προσδοκίες των λαών. Μία Ευρώπη δηλαδή, η οποία θα είναι πρώτιστα ανθρώπινη και θα ενδιαφέρεται για τον πολίτη της, ως μέλος μιάς κοινωνίας.

Υπ’ αυτήν την προοπτική η Ευρώπη καλείται να ασχοληθεί με τα θέματα του ήθους και τοῦ πολιτισμού, ως ενός συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης των πολιτών της, προσεγγίζοντας τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, φτώχια, κοινωνικές ανισότητες, κοινωνικούς αποκλεισμούς συνύπαρξης, ζητήματα δικαιωμάτων κ.ά.), όχι υπό την σκοπιά της ανάλυσης των οικονομικών δεικτών και των αναπτυξιακών δεδομένων αλλά και υπό την προοπτική του «ανθρωπίνου προσώπου».

Ο Homo economicus είναι δηλαδή απαραίτητο να υπερβεί τα οικονομικά σχήματα και να εστερνιστεί τις αξίες για ζωή, ανθρώπινη συνύπαρξη, ειρήνη, δικαιοσύνη. Ζητήματα, τα οποία δεν απασχολούν μόνο τα συμβούλια υπουργών της Ευρώπης αλλά και την ίδια την «κοινωνία των πολιτών» της Ευρώπης, η οποία σε τελική ανάλυση προτείνει την πλέον ρεαλιστική και δυναμική λύση σε κάθε τοπική κοινωνία Κράτους-Μέλους της Ένωσης.

Σε όλα αυτά οι Εκκλησίες και οι Θρησκείες στο χώρο της Ευρώπης έχουν πλέον «έναν λόγο», μία ευθύνη, γι’ αυτό και είναι ανάγκη ανάπτυξης μιάς «πολιτισμικής ποιμαντικής», η οποία θα λειτουργεί πάντοτε στον ορίζοντα ενός διαλόγου με τους άλλους ακόμη και τους έχοντας διαφορετικό πολιτισμό.

Σ’ αυτήν την πορεία προς την ανάπτυξη της «πολιτισμικής ποιμαντικής» η Ορθοδοξία ως τρόπος ζωής, ύπαρξης και ήθους μπορεί και πρέπει να συμβάλλει ουσιαστικά και εποικοδομητικά, όταν θα κληθεί να νοηματοδοτήσει τρόπους και μέσα υπέρβασης προβλημάτων κοινωνικής αδικίας, ρατσισμού, βίας, εκμετάλλευσης ανθρώπων, θέματα τα οποία ως γνωστόν προκαλούν δυναμικές ρηγματώσεις στην ευρωπαϊκή συνύπαρξη των λαών και στην κοινωνική συνοχή της Ευρώπης.

Η Ορθοδοξία μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στην νοηματοδότηση ενός νέου ευρωπαϊκού μοντέλου κοινωνίας, όπου η αλληλεγγύη θα αποτελέσει το γνώμονα της ευρωπαϊκής συνύπαρξης, άλλως κινδυνεύει η ίδια η Ευρώπη να μείνει πνευματικά μετέωρη και μάλιστα σε σημείο να χάσει το θετικό πρόσημο της κοινωνικής ταυτότητάς της.

Η Ορθοδοξία με το ανθρωποκεντρικό μοντέλο σε κάθε μορφή κοινωνίας έρχεται να νοηματοδοτήσει και να αναπτύξει αυτό το οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας (23-24 Μαρτίου 2000) τόνισε, ότι δηλαδή «οι άνθρωποι είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο της Ευρώπης, και πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο των πολιτικών της Ευρώπης. Η επένδυση στον άνθρωπο και η ανάπτυξη ενεργού και δυναμικού κράτους πρόνοιας θα έχει ζωτική σημασία τόσο για τη θέση της Ευρώπης στην οικονομία της γνώσης, όσο και για να εξασφαλιστεί ότι η εμφάνιση της νέας αυτής οικονομίας δεν θα επιτείνει τα υφιστάμενα κοινωνικά προβλήματα της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της ένδειας» (§ 24).

Το νέο λοιπόν δεδομένο, το οποίο θα είναι απαραίτητα και το πνευματικό υπόβαθρο για το μέλλον της Ευρώπης, το οποίο συνεχώς βρίσκεται σε διαμόρφωση, εξέλιξη και ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τον άνθρωπο, ο οποίος αφενός προσωποποιεί τον ευρωπαίο πολίτη και αφετέρου στον κοινωνικό του περίγυρο τόν «άλλον».

Η Ορθοδοξία μέσα σ’ αυτό το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μπορεί να νοηματοδοτήσει αυτήν την συνύπαρξη, ώστε τα δύο αυτά, ο ευρωπαίος πολίτης και ο «άλλος», να μην είναι ασύμβατα μεταξύ τους και να μην αλληλοαποκλείονται, αλλά να συνυπάρχουν, να συνεργάζονται και να συμβάλλουν στην κοινωνία, στη συνοχή και στην ενότητα.

Ο δυτικός πολιτισμός φαίνεται ότι αυτό δεν το πέτυχε, αντίθετα προς την Ορθοδοξία. Συνυπογράφει μάλλον τη θέση τού ασύμβατου και του αλληλοαποκλειόμενου με πολλούς τρόπους. Τονίζει τον ατομικό ανθρωπισμό και την ατομικιστική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής, γι’ αυτό ακόμη και η καλλιέργεια ανάπτυξης των βιοτεχνολογικών μεθόδων οδηγεί σε ηθικά διλήμματα και κοινωνικά αδιέξοδα.

Αντίθετα η Ορθοδοξία σεβόμενη την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου δεν απορρίπτει κανέναν άνθρωπο αλλά αντίθετα τον αποδέχεται και τον μεταμορφώνει και κοινωνικά, γι’ αυτό και οι ευρωπαϊκές αξίες της ανεκτικότητας, συμπληρωματικότητας, προσαρμοστικότητας και επικουρικότητας είναι εξαρχής τα μέσα άσκησης της οποιασδήποτε ποιμαντικής της.

Για την Ορθοδοξία το δικαίωμα στην ετερότητα συνεπάγεται τη μετάβαση από την ανισότητα προς τη διαφορετικότητα χωρίς να κινδυνεύει η ευρωπαϊκή κοινωνία να μετασχηματιστεί, εξαιτίας των φοβικών της κινήτρων, σε κάτι άλλο από αυτό που σημαίνει η ενότητά της.

Η Ευρώπη μάλλον προκαλεί και προσκαλεί την Ορθοδοξία σε διάλογο. Την καλεί να συμβάλλει δυναμικά και πραγματικά στην αναζήτηση και νοηματοδότηση ενός νέου πολιτισμικού και κοινωνικού μοντέλου, όπου θα επικρατούν οι αρχές της αλληλεγγύης, της καταλλαγής, της συνύπαρξης, της συμβίωσης.

Η Ευρώπη στην αναζήτησή της, για ένα νέο ενιαίο πνευματικό προσανατολισμό, πρέπει να αναζητήσει τη συνεργασία, το διάλογο και με την Ορθοδοξία, η οποία θα ανταποκριθεί και θα προσφερθεί απόλυτα και αποτελεσματικά.