του Αλέξανδρου Κατσιάρα
Το τοπωνύμιο (αλλά και ανθρωπωνύμιο της μυθολογίας) Ευρώπη ετυμολογικά, κατά μία εκδοχή, προέρχεται από το επίθετο εὐρωπός (=ευρύς, εκτεταμένος)[1], ή τις λέξεις εὐρύς και ὤψ(=μάτι), και σημαίνει ανοικτομάτης. Ανοικτομάτης είναι εκείνος που έχει ορθάνοιχτα τα μάτια του, δηλαδή οξυμένη αντίληψη, που δεν τον ξεγελά κάποιος εύκολα. Η λέξη Ευρώπη απαντά στην ελληνική μυθολογία ως το όνομα μιας βασιλοπούλας της Φοινίκης, κόρης του Φοίνικα (ή του Αγήνορα) και της Τηλέφασσας, την οποία απήγαγε ο Δίας, με τη μορφὴ ταύρου, και τη μετέφερε στην Κρήτη. Σύμφωνα με τον Ησίοδο[2], είναι μητέρα του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Σαρπηδόνα.
Ευρώπη ονομάστηκε η γεωγραφική περιοχή που περικλείεται βόρεια από την Αρκτική θάλασσα, δυτικά από τον Ατλαντικό ωκεανό, νότια από τη Μεσόγειο και ανατολικά εκτείνεται μέχρι τα Ουράλια όρη. Στην αρχαιότητα ο πρώτος χρονικά πολιτισμός με ευρύτατη διάδοση που αναπτύχθηκε ήταν ο ελληνικός. Σιγα-σιγά επεκτάθηκε σε μια μεγάλη ακτίνα κυρίως πέριξ της Μεσογείου, μέσω και των ελληνικών αποικιών και αργότερα μέσω της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου τον 3ο αι. π.Χ, ο οποίος δεν είναι τυχαίο ότι θα φθάσει μέχρι τις Ινδίες.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, μέσω κυρίως της φιλοσοφίας και της παιδείας, κατέστη κυρίαρχος. Ο θεσμός της πόλεως-κράτους, κυρίως η αρχαία Αθήνα, που έφθασε στην ύψιστη ακμή τον 5ο αι. π.Χ., τον χρυσούν αιώνα του Περικλή, με τη θέσμιση της δημοκρατίας και των θεσμών της, δημιούργησε τις συνθήκες καλλιέργειας των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Έτσι η Αθήνα κατέστη πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και ιδίως πολιτισμικό κέντρο όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Ένας ακόμη πολιτισμός που θα αναπτυχθεί πολύ αργότερα από την εμφάνιση και ακμή του ελληνικού πολιτισμού είναι ο λεγόμενος ρωμαϊκός και έπειτα ελληνορωμαϊκός. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός ξεκίνησε ως ιταλικός πολιτισμός, με κέντρο την πόλη της Ρώμης. Η μυθολογία τοποθετεί την ίδρυση της Ρώμης στο 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, εποχή που λαμβάνει χώρα ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός. Ο αρχικός αυτός οικισμός της Ρώμης άρχισε σταδιακά να επεκτείνεται στην περιοχή του Λατίου και στην κάτω Ιταλία, όπου ήλθε σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό. Εν συνεχεία, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι άρχισαν να καταλαμβάνουν τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας έως ότου κατέλαβαν το 146 την Αθήνα και σιγά-σιγά όλο τον τότε ελληνιστικό κόσμο. Βεβαίως η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού ήταν τόσο έντονη, με αποτέλεσμα να ειπωθεί από τον Οράτιο ότι ναι μεν η Ρώμη υπέταξε με τα όπλα την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα υπέταξε την Ρώμη με τον πολιτισμό της («Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio»: Παρ’ ότι η Ελλάς κατακτήθηκε, αυτή νίκησε τον κατακτητή και εισήγαγε τις τέχνες στο απολίτιστο Λάτιο). Ο αρχικός οικισμός της Ρώμης αναπτύχθηκε σταδιακά σε μία πολυπολιτισμική «κρατική» οντότητα, τη λεγομένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην πραγματικότητα ελληνορωμαϊκή, που ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου με την εγκαθίδρυση της Pax Romana.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Ρώμη μετασχηματίσθηκε αργότερα στη χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (επονομασθείσα αναχρονιστικά εκ των υστέρων ως Βυζαντινή, από το 1637). Ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, στο πάλαι ποτέ Βυζάντιο, στην Augousta Antoniana, που μετονομάσθηκε σε Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη.
Tο δυτικό τμήμα της χριστιανικής πλέον Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με την μεταφορά της πρωτεύουσας και μέρους των εξουσιών εξασθένησε. Τυπικά καταλύθηκε το 476 μ.Χ., κάτω από την πίεση που υφίστατο με την μετακίνηση των εκχριστιανισμένων εν τέλει διαφόρων φύλων (Ουνικά, Γοτθικά, Φραγκικά κ.λπ.). Η προϋπόθεση για να εγκατασταθούν τα φύλα εντός των εδαφών της Αυτοκρατορίας ήταν ο απροϋπόθετος μαζικός εκχριστιανισμός τους[3]. Τα φύλα αυτά είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια κυρίως σύνορα της Αυτοκρατορίας. Τα φραγκικά φύλα θα επικρατήσουν εν τέλει και θα αποτελέσουν έναν νέο πολιτικό και πολιτισμικό φορέα που θα αναπτυχθεί αργότερα κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, αφομοιώνοντας με τον δικό τους τρόπο την προϋπάρχουσα ρωμαϊκή παράδοση και τα υπόλοιπα φύλα. Με τη στέψη του βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνου ως πρώτου βασιλέως της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Sacrum Romanum Imperium) το 800 μ.Χ. στη Ρώμη από τον πάπα Λέοντα Γ΄, γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί το κενό που είχε προκληθεί σε πολιτικό επίπεδο στη Δύση και επιχειρείται να δοθεί συνέχεια στο παρελθόν. Ο Καρλομάγνος διεκδικεί να εμφανισθεί ως διάδοχος της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και να απορροφήσει την αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως διά συνοικεσίων κ.ά., ιδρύοντας μία πολιτική οντότητα, την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η οντότητα αυτή, που ιδρύθηκε από τον Καρλομάγνο και επεκτάθηκε με τον Όθωνα Α΄ το 962, συνέχισε να ζει μέχρι τη διάλυσή της το 1806 με τους Ναπολεόντιους πολέμους, όταν ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β΄ διέλυσε την αυτοκρατορία μετά τη δημιουργία της Συνομοσπονδίας του Ρήνου από τον Αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Α΄. Από τα τέλη του 8ου αιώνα έκαναν και νοτιότερα την εμφάνισή τους και οι Βίκινγκ, ξεκινώντας από τα Βόρεια της Ευρώπης στη Σκανδιναβία, αποτελώντας κι αυτοί μέρος του παζλ των ευρωπαϊκών λαών.
Ενώ η πρεσβυτέρα Ρώμη είχε ήδη πέσει το 476, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινουπόλεως ἔζησε έως το 1453 που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι, αφού κατέκτησαν τα Βαλκάνια, έφθασαν το 1566 έως τη Βιέννη, διεκδικώντας την εδραίωσή τους μέχρι και σήμερα.
Επιπλέον, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ένα νέο στοιχείο, την επαφή με τον αραβικό κόσμο που ήδη από τον 7ο αιώνα εμφανίστηκε στις παρυφές του ευρωπαϊκού χώρου και ιστορίας. Αρχικά στην Ανατολή, στὰ νοτιοανατολικά σύνορα, στη λεγόμενη Μέση Ανατολή, όπου οι Άραβες πήραν επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έπειτα στη Δύση διά της Ιβηρικής χερσονήσου. Ένας άλλος δρόμος που οι Δυτικοί ήλθαν σε επαφή και με τον ελληνικό πολιτισμό ήταν και μέσω των Αράβων. Αναφέρουμε ενδεικτικά εδώ τις αραβικές μεταφράσεις ελληνικών έργων που η πρωτότυπη ελληνική τους μορφή έχει χαθεί.
Παράλληλα με την πίεση που άσκησαν οι Άραβες στα ανατολικά εδάφη της, η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως απέκρουσε το 626 επίθεση των Αβάρων, που κατήλθαν από τον Βορρά. Δύο αιώνες αργότερα, από το 820, επακολούθησαν οι επιδρομές των Ρως στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, η Αυτοκρατορία θα πιεσθεί και από τους Σλάβους. Εν τέλει θα εκχριστιανίσει τους Σλάβους και τους Ρως, οι οποίοι θα αποτελέσουν ένα τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας. Είδαμε εν συντομία πώς, προϊόντος του χρόνου, η Ευρώπη εμπλουτίστηκε με την εμφάνιση φύλων, λαών και εθνών.
Σε αυτό το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και ενώ ήκμαζε η παλαιά Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έκανε την εμφάνισή του ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε ως ένας νέος τρόπος ζωής στο πρόσωπο του Σαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού. Η ελευθερία και η αγάπη πλέον δεν γίνονται αντιληπτές ούτε ως πλατωνικές Ιδέες ούτε –όπως μεταγενέστερα– ως νεωτερικές απρόσωπες αξίες, αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε σε ένα ποικιλόμορφο και πολυδιάστατο ειδωλολατρικό και φιλοσοφικό περιβάλλον, κατά κύριο λόγο ελληνιστικό και ρωμαϊκό, με το οποίο χρειάστηκε να έλθει σε διάλογο, ιδίως κατά τους τέσσερις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες[4], και να αντιμετωπίσει τις πιέσεις των φιλοσοφικών παραδόσεων του νεοπλατωνισμού, του στωικισμού, του Επίκουρου κ.λπ.
Από νωρίς η Ευρώπη διακρίθηκε σε Δυτική και Ανατολική για λόγους πολιτικούς αρχικά αλλά και θρησκευτικούς στη συνέχεια. Από αυτή την όσμωση χριστιανισμού και ελληνισμού, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, με κέντρο την παλαιά Ρώμη και την νέα Ρώμη αντίστοιχα, προέκυψαν δύο τουλάχιστον διαφορετικές προσλήψεις και ερμηνείες του χριστιανικού ευαγγελικού μηνύματος. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη χωρίστηκε στα δύο: σε Ανατολική και Δυτική. Η Δυτική Ευρώπη ταυτίστηκε με την ρωμαιοκαθολική εκδοχή του Χριστιανισμού των Λατίνων Πατέρων (κυρίως του ι. Αυγουστίνου και αργότερα του Θωμά Ακινάτη), ενώ η Ανατολική ταυτίστηκε περισσότερο με την εκδοχή του χριστιανισμού των Καππαδοκών Πατέρων και επικράτησε να αποκαλείται Ορθοδοξία.
Με κέντρο την παλαιά Ρώμη διαμορφώθηκε μία παράδοση περισσοτέρο λατινική, ενώ με κέντρο την νέα Ρώμη διαμορφώθηκε μία άλλη παράδοση, ελληνική. Η δυτική παράδοση αναζήτησε περισσότερο το είναι των όντων στην ουσία, ενώ η Ανατολική στην ελευθερία. Οι διαφορές αποτυπώθηκαν σταδιακά σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και στην επικοινωνία των παραδόσεων αυτών με τους μη χριστιανικούς λαούς διά της ιεραποστολής. Οι διαφοροποιήσεις που ανέκυπταν κατά τη διάρκεια των αιώνων κορυφώθηκαν από τον ένατο αιώνα και εντεύθεν, με αποτέλεσμα το σχίσμα του 1054 μ.Χ.
Στη Δύση, από τον ρωμαιοκαθολικό κόσμο θα αποσπασθεί ένα μεγάλο τμήμα, κυρίως από τα κεντρικά και προς τα βόρεια της δυτικής Ευρώπης και θα συγκροτήσει τον προτεσταντικό κόσμο (με πολλές παραλλαγές και κατακερματισμούς σε βάθος χρόνου), που προβάλλει μία άλλη ερμηνεία του ευαγγελικού μηνύματος, σε μεγάλο βαθμό διαφορετική από τις μέχρι τότε παραδεδομένες. Η διάσπαση αυτή είχε ως αφετηρία την θυροκόλληση των 95 θέσεων του Λουθήρου στον Μητροπολιτικό ναό της Βιτεμβέργης το 1517.
Αντίστοιχα η ενότητα του ορθόδοξου χριστιανισμού κόσμου θα παραμείνει σταθερή και θα αρχίσει να επηρεάζεται και να απειλείται πολύ αργότερα, στα νεώτερα χρόνια, ιδίως τον 19ο αιώνα, κυρίως από το ζήτημα του εθνοφυλετισμού (Σύνοδος 1872), απότοκο της ανάδειξης των εθνικών κρατών κατά τους νεώτερους χρόνους.
Παράλληλα με όλα αυτά τα γεγονότα, ακολούθησαν κατά σειράν «πνευματικά» κινήματα όπως ο Σχολαστικισμός, ο Ουμανισμός, η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, που επηρέασαν την πολιτισμική ταυτότητα της Ευρώπης.
Η συνύπαρξη όλων αυτών των παραδόσεων δεν ήταν εύκολη και αυτονοήτως ειρηνική. Όπως γνωρίζουμε, αυτές οι διαφοροποιήσεις του ευαγγελικού μηνύματος δεν παρέμειναν «εσωτερικές» ή θεωρητικές υποθέσεις των χριστιανικών αυτών κοινοτήτων, αλλά διαχύθηκαν ποικιλοτρόπως σε κάθε επίπεδο του βίου (φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.) των ευρωπαϊκών λαών, που δένοντας με αντίστοιχους πολιτικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις οδήγησαν σε σφοδρές αντιπαραθέσεις σε επίπεδο φιλοσοφικό, πολιτικό και στρατιωτικό στο διάβα των αιώνων. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, οι θρησκευτικοί αυτοί σχηματισμοί έφθασαν μέχρι του σημείου, έμμεσα ή άμεσα, να υποδαυλίσουν ή και να εμπλακούν ακόμη σε στρατιωτικές συρράξεις όπως οι Σταυροφορίες ή οι γαλλικοί θρησκευτικοί πόλεμοι (1562-1598) κ.λπ.
Με το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανάδειξη των εθνικών κρατών, οι συγκρούσεις αυτές θα κορυφωθούν και θα λάβουν παγκόσμια παγκόσμια με τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους του 20ού αιώνα, γεγονότα που έκαναν τους Ευρωπαίους να σκεφθούν επιτακτικά μία μεταξύ τους συνεννόηση, με απώτερο στόχο τη συνένωση.
Στη βάση αυτή και οι χριστιανικές παραδόσεις αναζήτησαν τρόπους επικοινωνίας. Σε πρώτο επίπεδο, αναγνώρισαν η μία την ύπαρξη της άλλης και άρχισαν να συνομιλούν. Έτσι ξεκίνησαν οι λεγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι, που άρχισαν να πραγματοποιούνται (και συνεχίζονται και στις μέρες μας) με φόντο τα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για πολεμικούς σκοπούς, καθώς και τη συνακόλουθη οικολογική κρίση και την κλιματική αλλαγή. Στους διαλόγους αυτούς συνειδητοποιήθηκε και διαπιστώθηκε ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές, υπάρχουν φλέγοντα ζητήματα που απειλούν την επιβίωση του πλανήτη και την ίδια την ανθρώπινη ζωή, άρα και την ύπαρξή της. Εν προκειμένω, κάθε είδους θρησκευτικός ανταγωνισμός απώλεσε κάθε έννοια νοήματος. Κι αν κάτι είχε νόημα, ήταν απλώς ένας συναγωνισμός για το ποιος θα δώσει την αυθεντική απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα της ανθρωπότητας, που είναι διαχρονικά.
Σε αυτήν την προοπτική, τίθεται καθημερινά στο προσκήνιο ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία, ως μέρος καθοριστικό του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και πολιτισμού και όχι απέναντι στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Η Ορθόδοξη Θεολογία αντιλαμβάνεται τον κόσμο και την ιστορία ως έναν χώρο ανοιχτό σε εκπλήξεις του Θεού και του ανθρώπου. Σε καινούργια πράγματα. Γι’ αυτό η Ευρώπη μπορεί να έχει μέλλον.
Η Ευρώπη έχει μέλλον, αλλά το μέλλον περνάει πάντοτε μέσα από τον άλλον. Και ο άλλος για την χριστιανική Ευρώπη είναι ο κάθε άνθρωπος επί της γης, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου και λοιπών διακρίσεων. Το αντινομικό και πολωτικό παρελθόν της Ευρώπης δεν μπορεί να εξαλείψει τη δυνατότητα ενός αίσιου μέλλοντος. Ο σεβασμός στην ετερότητα είναι προαπαιτούμενο της κοινωνίας και ο μόνος τρόπος ώστε η ετερότητα να μην καταντήσει μια στείρα αυτοαναφορικότητα.
[1] Βλ. Γ. Μπαμπινώτη, Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, ἐκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Ἀθήνα 2022, λῆμμα «Εὐρώπη».
[2] Ἡσ. Θεογονία, στ. 357.
[3] Βλ. ενδεικτικά Τζόναθαν Χιλ, Η ιστορία του χριστιανισμού, μετάφρ. Βασίλης Αδραχτάς, Παρασκευή Τριανταφυλλοπούλου, Αλέκος Καρυώτογλου, εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2010.
[4] Βλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Περί Δογματικής και δογμάτων, Μαθήματα ετών 1984-85, σ. 300 κ.ε.