Ὁμιλία Ἐψηφισμένου Ἐπισκόπου Τανάγρας κ. Ἀποστόλου, κατὰ τὴν χειροτονίαν αὐτοῦ στὸνΜητροπολιτικὸ Ἱερὸ Ναὸ Ἀθηνῶν τὴν 11ην Νοεμβρίου 2023
Μακαριώτατε,
Στιγμὲς σημαντικές, ὅπως αὐτὴ ποὺβρίσκομαι τώρα, θεωροῦνταισυγκλονιστικὲς κυρίως γιὰ συναισθηματικοὺς καὶ συγκινησιακοὺςλόγους. Εἶναι τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας λέμε εὔκολα μεγάλα λόγια, ποὺ κάποιες φορὲς δὲν ἔχουν ἀντίκρυσμα καὶ συχνὰ μεταβάλλονται καὶ φυλλορροῦνἄρδην. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν συναισθημάτων, ξεχνᾶμε τὴ λαϊκὴ ρήση ὅτι «τὰ λίγα λόγια ζάχαρη καὶ τὰ καθόλου μέλι»!
Τὰ συναισθήματα δὲν ἀγγίζουν παρὰἐπιμέρους μόνον ἐκδηλώσεις τῆςἀνθρώπινης ὕπαρξης κι ὄχι τὴν ὀντολογίατης. Χωρὶς ὀντολογικὴ ἀναφορά, τὰ συναισθήματα συνήθως εἶναι ἁπλῶς ἐπικοινωνιακὴ ἐνίσχυση τῆςαὐτοαναφορικότητάς μας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅλη ἡ θεία Λειτουργία, ἐντὸς τῆς ὁποίας λαμβάνει χώρα ὄχι τυχαῖα κάθε χειροτονία, γέμει λόγων καὶ εὐχῶν ποὺ μᾶς προτρέπουν μὲκάθε τρόπο νὰ ἀπεκδυθοῦμε καὶ νὰἀπομακρύνουμε, ὅπως τώρα, «πᾶσαν …βιοτικήν … μέριμναν» καὶ νὰ ἐναποθέσουμε «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶπᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ».
Ἐδῶ λοιπὸν εὑρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ τὴβάπτισή μας ἐντασσόμαστε. Καὶ ἡ οὐσία αὐτὴ σχετίζεται μὲ Ἐκεῖνον τὸν Ἄλλον, ποὺ γιὰ τὸν καθένα εἶναι σημαντικός, γιατὶ τοῦ δίνει νόημα ζωῆς, ταυτότητα καὶ μοναδικότητα. Ὄντας ἐξ ἀρχῆς σαφὲς ὅτι ὁ ἄνθρωποςδὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει μόνος του, στράφηκε στὶς βιολογικὲς καὶ κοινωνικές του σχέσεις, γιὰ νὰ ἀντλήσει ταυτότητα,ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα.
Στὸν ἀντίποδα αὐτῆς τῆς θεώρησης, κινεῖται ἡ πρόταση ζωῆς ποὺ διατυπώνεται στὴν κλήση τοῦ Ἀβράμ:. «Τότε εἶπεν ὁ Κύριος στὸν Ἀβραάμ: “Ἔξελθε ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶτὸν πατρικόν σου οἶκον, καὶ ξεκίνα καὶ πήγαινε εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰσοῦ δείξω”» (Γεν. 12, 1). Μιὰ χώρα ποὺ δὲν τὴν ὀνοματίζει ὁ Θεός.
Στὴν ἴδια βάση κινοῦνται τὰ λόγια τοῦ Θεανθρώπου, ὅταν λέγει ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε εἶναι ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τοὺς οἰκείους μας, ἀλλὰ νὰ τοὺς μισήσουμε.
Ἀλλὰ ποιό εἶναι τὸ βαθύτερο περιεχόμενο αὐτῆς τῆς στάσεως ἀπέναντι στοὺς οἰκείους;
Ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τοὺς οἰκείους μας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀπόρριψη κάθε προσπάθειας ἀντλήσεως ταυτότητας μέσα ἀπὸ καταστάσεις, σχέσεις καὶ σχήματα τῆς ἱστορίας.
Ὁ Κύριος δὲν μᾶς προτείνει νὰ μισήσουμε τοὺς οἰκείους μας, μὲ τὴ συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφοῦ σὲ ἄλλη περίπτωση ζητάει νὰ ἀγαπᾶμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας ἀκόμη. Ἀπαιτεῖ ὅμως νὰ μὴ δώσουμε ὀντολογικὸ προβάδισμα σὲ κανέναν θνητὸν ἄνθρωπο ἢ σχῆμα, ἀλλὰμόνο στὸν προσωπικὸ ἀθάνατο Θεό. Ἀπαιτεῖ νὰ μὴ δώσουμε προβάδισμα σὲ καμμιὰ γήινη προσκόλληση, ἀλλὰ μόνο στὴν ἀναζήτηση τῆς μέλλουσας πόλης, καθότι «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν» (Ἑβρ. 13, 14).
Ἡ ἔννοια τοῦ προβαδίσματος εἶναι κάτι πάρα πολὺ σημαντικό. Οἱ διπλωμάτες ποὺ βρίσκονται ἐδῶ τὸ γνωρίζουν πολὺ καλά. Τὸ προβάδισμα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ποιός ἔχει προτεραιότητα, κι ἀκόμη μὲ τὸποιόν θεωροῦμε ὡς τὸν πιὸ σημαντικὸ στὴ ζωή μας.
Ἑπομένως, ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα ἅλμα στὸ μέλλον, σὲ μία ἄλλη πολιτεία, τὴν Ἐρχομένη Βασιλεία, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ ἀναστὰς Κύριος. Μὲ δεδομένο αὐτό, ἀλλάζει ὅλη ἡ ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ὅλοι ἔχουμε σχέσεις, βιολογικὲς καὶ κοινωνικές, καὶ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰτιμοῦμε, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μία σχέση εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ ὑπάρχουμε καὶ νὰ εἴμαστε: γιατὶ ὁ Κύριος «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγε».
Σὲ αὐτὴν τὴ σχέση καλοῦνται νὰἐνταχθοῦν ὅλες οἱ ἐπιμέρους σχέσεις μας. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀντλεῖ ταυτότητα μόνον ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἔτσι καὶ οἱχριστιανοί, πόσῳ μᾶλλον οἱ Ἐπίσκοποι, καλοῦνται νὰ ἀντλοῦν ταυτότητα καὶ ὑπόσταση μόνον ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦΧριστοῦ.
Βεβαίως αὐτὴ ἡ ἄντληση ταυτότητας ἐκφράζεται μὲ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ κάθε χριστιανοῦ, κληρικοῦ ἢ λαϊκοῦ, στὸνἑκασταχοῦ Ἐπίσκοπό του. Περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων Χριστοῦ-Ἐκκλησίας. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναιτὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Σὲ Αὐτὸν προσκομίζουμε τὰἐπιμέρους, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος δὲν εἶναι δυνατὸννὰ πάψει νὰ εἶναι τὸ οὐσιῶδες.
Σὲ αὐτὸ τὸ λειτουργικὸ καὶ δογματικὸπλαίσιο, πῶς νὰ τολμήσω νὰ μεταφέρω τὸν λόγο ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Ὅλον, πρὸς ἕνα ἕκαστον, παρόντα ἢ ἀπόντα, ποὺ συναπάντησα στὴζωή μου καὶ μὲ συνέδραμε χωρὶς νὰ τὸδέσει στὴ μνήμη του, ποὺ μοῦ ἔδωσε ἀπὸτὸ πλεόνασμα τῆς ζωτικότητάς του, ποὺμὲ ἀνέλαβε ἀνιδιοτελῶς, εἴτε ἀκόμα πῶςνὰ παραπονεθῶ γιὰ τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ νομίζω ὅτι μὲ πλησίασαν ἰδιοτελῶς, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν στὰ ἐπιμέρους;
Βεβαίως ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει τὴντάση νὰ γοητεύεται καὶ νὰ συγκινεῖται μὲὅ,τι εἶναι ἐμφανὲς καὶ ἁπτό. Ὄντας κι ἐγὼμέρος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, θὰ ἤθελανὰ ἀναφερθῶ ἀναλυτικὰ σὲ πολλὰπρόσωπα, ὅπως στοὺς ἐν ἀναμονῇ τῆςκοινῆς Ἀναστάσεως ὄντας ἀγαπημένουςπατέρα καὶ μητέρα μου, γιαγιά μου, Αἰκατερίνη Κουκουρίδη, ἢ στὴ μονάκριβη ἀδελφή μου, στοὺς πολυαγαπημένους μου Φρίξο καὶ Βασίλη Παπαχρηστίδη, στοὺς ἐκλεκτούς μου Θεόδωρο καὶ Γιάννα Ἀγγελοπούλου, καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλουςσπουδαίους φίλους καὶ ἀδελφούς, ποὺ οἱ δρόμοι μας διασταυρώθηκαν καὶ πολλοὶ σήμερα εἶναι παρόντες.
Θὰ ἤθελα ἀκόμη νὰ ἀναφερθῶ μὲεὐγνωμοσύνη στοὺς ἀειμνήστους Μητροπολῖτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο καὶ Εὐδόκιμο, ἀλλὰ καὶ στὸν νῦν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμο, τον Σπάρτης Ευστάθιο καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους σεβαστοὺς σὲ μένα ἀρχιερεῖς…
Ἀλλὰ καὶ στὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, στὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἑδρεύει ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς Βρυξέλλες.
Ἀκόμη, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶδιεξοδικὰ σὲ ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκα ἀπὸ κάθε κοινωνικὸ χῶρο, καὶ ἰδιαιτέρως θὰ ἤθελα νὰ ἀνφερθῶ στὰ παιδιὰ μὲ εἰδικὲς ἀνἀκγες .
Πῶς ὅμως ὁ λόγος καὶ ἡ προσοχή μου νὰ μετατοπισθοῦν ἀπὸ τόν «τοῖς πᾶσι πρωτεύοντα», ἤδη παρόντα ἂν καὶ ὄχιἀκόμη Κύριον τῆς Δόξης, σὲ κάτι κτιστό; Καὶ μάλιστα στὴν λειτουργικὴ πράξη,κατὰ τὴν ὁποία κάθε ἐπιστροφὴ στὶς βιολογικές, κοινωνικὲς ἢ καὶ πνευματικές μας σχέσεις ἀπαγορεύεται ρητῶς: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστινμου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37); Ἤ, πῶς νὰ ἀναφερθῶ σὲ αὐτὰ ποὺ μοῦἔχουν δωρηθεῖ στὴ ζωή μου, ἀπορώντας καὶ ὁ ἴδιος;
Ἤ, καὶ σὲ ὅσα ἀνθρωπίνως ἀδύνατακατορθώνονται διὰ τῆς συμβολῆς πολλῶνφίλων, ἐνδεχομένως τὴν καχυποψίανἐγείροντα, ὅταν ὁ Κύριος λέγει: «Ὅ,τι κι ἂν πράξατε, ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλετε νὰ λέτε “ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν”» (Λουκ. 17, 10); Πῶς νὰ ἀναφερθεῖ κανεὶς διεξοδικὰεἰδικότερα τὰ τελευταῖα ἔτη σὲ αὐτὰ ποὺ ἡ δική σας ἀγάπη, Μακαριώτατε, ἀπεργάζεται γιὰ χάρη μου, καὶ; Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μᾶςκατευθύνουν, μᾶς προτρέπουν νὰἀνάγουμε τὰ πάντα στὸ πρόσωπό Του. Ὄχι μόνο νὰ ἀνάγουμε τὴν ἴδια μας τὴζωή, τὴν ἀναπνοή, τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὶςἐπιμέρους σχέσεις της, ἀλλὰ νὰ τὴσυνδέουμε μαζί Του σὲ τέτοιον βαθμό, ποὺ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ζοῦμεἐμεῖς, ἀλλὰ ὅτι: «ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Καθὼς «πᾶσα δόσις ἀγαθὴκαὶ πᾶν δώρημα τέλειον» δὲν εἶναιἐπιτεύγματα ἀνθρώπων, ἀλλὰ δι’ἀνθρώπων προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα τῶν Φώτων (Ἰακ. 1, 17).
Πῶς νὰ ὑπερβεῖ κάποιος τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου καὶ νὰ εὐχαριστήσει ἀπευθείαςὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺλειτούργησαν καὶ λειτουργοῦν ὡς σκεύη δωρεῶν, παρόντος τοῦ Χριστοῦ, ἐνΧριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ; Ἢ πῶς νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ τὰ δικά σας λόγια, Μακαριώτατε, στὴν μνημειώδη ὁμιλία σας κατὰ τὴν τελετὴ παρουσίασης τοῦ Τιμητικοῦ Τόμου τῆς ΘεολογικῆςΣχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στὶς14 Ἰουνίου 2023, μὲ ἀφορμὴ τὴσυμπλήρωση τῆς 15ετοῦς διακονίας σας; Στὴν ὁμιλία σας αὐτὴν τονίσατε: «Ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος, πόσῳμᾶλλον ἕνας ἱερωμένος, δὲν ἐπιτρέπεται νὰταυτίζει τὴν ἀποστολή του μὲ τὶς ὅποιεςδικές του δράσεις ἢ ἐνέργειες. Καλεῖται νὰτὴν ταυτίζει μὲ τὴν προβολὴ ὅσων ὁ Χριστὸς ἔπραξε ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, δὲν τίθεται θέμα δικοῦμου ὁράματος. Τίθεται θέμα κατὰ πόσο ἐξέφρασα καὶ ἀνήγγειλα στοὺς ἀνθρώπους, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, τὸ ὅραμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς χριστιανός, ὡς ἱερέας καὶ ὡςἐπίσκοπος».
Μακαριώτατε,
μέσα σὲ ἐλάχιστες ἀράδεςπρωτοτυπήσατε, ἀναδιατυπώνοντας τὴνπιὸ καίρια ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια, ποὺ ἀξίζει ὅλοι νὰ παραπέμπουμε! Ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ λοιπόν, οἱὅποιες ἐπιμέρους δικές μας δράσεις, σχέσεις καὶ ἀνθρώπινες συναναστροφὲςσχετικοποιοῦνται, ἰδιαίτερως ὅπως τώρα,ποὺ βρισκόμαστε προκαταβολικὰ στὰἜσχατα. Συνεπῶς, τὸ λειτούργημα τοῦἘπισκόπου, ποὺ σήμερα μοῦ προσφέρεταιἀπὸ Ἐσᾶς, Μακαριώτατε, χάρη στὴν τιμίαψῆφο τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶντῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆςἘκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ ὅσωνσήμερα συλλειτουργοῦν καὶσυμπροσεύχονται, μὲ τοποθετεῖ μπροστὰστὴν πραγματικότητα ποὺ περιγράψατε.
Μιὰ πραγματικότητα ποὺ ἀποκαλύπτειτὸν τρόπο ποὺ ὀφείλω νὰ λειτουργῶ, δηλαδὴ κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ ἈρχιερέωςΧριστοῦ, ποὺ διῆλθε τὸν βίο Του ἐνἀναφορᾷ πρὸς τὸν Πατέρα: (Ἰω. 17, 6).
Μακαριώτατε,
αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἀγώνας μου: Νὰ ὑποχωρῶ ὥστε ὅσο τὸ δυνατὸν αὐθεντικότερα νὰ προβάλλεται τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καθαρὸ καὶ ἀληθινὸ στοὺς πιστούς.
Νὰ δανείζω τὸν ἑαυτό μου, σὲ αὐτὰποὺ ἔρχονται καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁρατά, ἀφοῦ ἡ πίστις ἡμῶν εἶναι «ἐλπιζομένωνὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐβλεπομένων» Ἑβρ. ια΄ 1). Νὰ ταπεινώνομαι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εὐτυχῶς ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐξαρτᾶται ἐπ’ οὐδενὶ οὔτε ἀπὸ τὴν ἐλαχιστότητά μου, οὔτε ἀπὸ τὸ ἐὰν εὐχαριστῶ χιλιάδες ἀνθρώπων κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μο, οὔτε ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητές μου.
Τέλος, εὐχηθεῖτε νὰ ἀσκοῦμαι στὸν ἀθόρυβο τρόπο, ποὺ διακρίνεστε Ἐσεῖς, Μακαριώτατε, καὶ διαρκῶς μοῦ ὑποδεικνύετε. Γιὰ μένα, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν μου καὶ τῆς διαδρομῆς μου, δυστυχῶς εἶναι ἀκόμα ἕναζητούμενο, και έχω δρόμο ακόμη!